21/3/09

1821

Αφιέρωμα

Διαδρομές εθνικού προσδιορισμού
επιμέλεια ΜΑΡΘΑ ΠΥΛΙΑ





Αι Ευχαί

Της θαλάσσης καλύτερα
φουσκωμένα τα κύματα
να πνίξουν την πατρίδα μου
ωσάν απελπισμένην,
έρημον βάρκαν,

Στη στερεάν, στα νησία
καλύτερα μίαν φλόγα
να ιδώ παντού χυμένην,
τρώγουσαν πόλεις, δάση,
λαούς και ελπίδας,

Καλύτερα, καλύτερα
διασκορπισμένοι οι Έλληνες
να τρέχωσι τον κόσμον
με εξαπλωμένην χείρα
ψωμοζητούντες

Παρά προστάτας να 'χωμεν.
Με ποτέ δεν εθάμβωσαν
πλούτη ή μεγάλα ονόματα,
με ποτέ δεν εθάμβωσαν
σκήπτρων ακτίνες.

Αν, οπόταν πεθαίνη
πονηρός βασιλεύς,
έσβην' η νύκτα εν' άστρον,
ήθελον μείνει ολίγα
ουράνια φώτα.

Το χέρι, οπού προσφέρετε
ως προστασίας σημείον
εις ξένον έθνος, έπνιξε
και πνίγει τους λαούς σας
πάλαι και ακόμα.

Πόσοι πατέρες δίδουσιν
όχι ψωμί, φιλήματα
στα πεινασμένα τέκνα τους,
ενώ λάμπουν στα χείλη σας
χρυσά ποτήρια!

Όταν υπό τα σκήπτρα σας
νέους λαούς καλήτε,
νέους ιδρώτας θέλετε
εσείς, διά να πληρώσητε
πλουσιοπαρόχως

Τα ξίφη οπού φυλάγουσι
τα τρέμοντα βασίλειά σας,
τα ξίφη οπού τρομάζουσι
την αρετήν και σφάζουσι
τους λειτουργούς της.

Θέλετε θησαυρούς
πολλούς διά ν' αγοράσητε
κρότους χειρών και επαίνους,
και τ' άπιστον θυμίαμα
της κολακείας...

ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΑΛΒΟΣ




Το «πέταγμα» του Ανδρέα Κάλβου στην Επανάσταση του ’21


Ο λυρισμός έναντι της ιστορίας


Για τον Κάλβο, η Επανάσταση μπορεί να ήταν πολλά πράγματα εντελώς άγνωστα, και ίσως ακατανόητα, για μας σήμερα. Ίσως η κρίσιμη συνάντηση με το φαντασιακό «άλλο» να κρύβεται στη στιγμή της Επανάστασης, όταν ο χρόνος κορυφώνεται συμβολικά μέσα από την τέχνη, όταν η τέχνη ακολουθεί τον ρυθμό της ιστορίας


ΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΗ ΔΗΜΗΡΟΥΛΗ


Ι
Ο Κάλβος και ο Σολωμός έχουν εδώ και πολλές δεκαετίες αναγνωριστεί ως το δίδυμο που θεμελίωσε αυτό που είναι έως σήμερα η νεοελληνική ποίηση. Η συνεισφορά τους δεν θεωρείται βέβαια ισοστάσια ούτε η επίδρασή τους ισότιμη. Για την ανάγκη της γενίκευσης, ωστόσο, δεν απέχει πολύ από την αλήθεια να αναγνωρίσουμε την ιδρυτική παρουσία τους, καθώς και να επαναλάβουμε την αυταπόδεικτη διαπίστωση, ότι υπήρξαν οι μεγαλύτεροι ποιητές του 19ου αιώνα στην Ελλάδα. 
Έχουν ορισμένα κοινά, αλλά τα πιο πολλά τους χωρίζουν. Ο καθένας τους ακολούθησε τον δικό του δρόμο στην ποίηση. Αυτή είναι η κρίσιμη διαφορά. Άλλη γλώσσα, άλλη στιχουργία, άλλη αισθητική. Τους χωρίζουν επίσης ο χαρακτήρας, η πορεία της ζωής, η αποδοχή του κοινού και, πρωτίστως, η κοινωνική τάξη: αριστοκράτης ο Σολωμός, πληβείος ο Κάλβος.
Στο πεδίο των συγγενειών ή των παραλληλιών, εκτός από τον σαδιστικώς επαναλαμβανόμενο σεφερικό πομφόλυγα, ότι είναι δύο από τους τρείς μεγάλους ποιητές μας που δεν ήξεραν ελληνικά ( τρίτος λογίζεται ο Καβάφης), πρέπει να επισημάνουμε και το γεγονός ότι κανείς από τους δύο δεν πάτησε στην Ελλάδα μετά τη δημιουργία του ελληνικού κράτους, μολονότι από το 1828 και μετά ζούσαν στην Κέρκυρα. Στην πραγματικότητα, ο Σολωμός έζησε στην Ιταλία, τη Ζάκυνθο και την Κέρκυρα σε όλη του τη ζωή, χωρίς ποτέ να ταξιδέψει στην ηπειρωτική Ελλάδα, ενώ ο Κάλβος έζησε στη Ζάκυνθο, την Ιταλία, την Αγγλία, την Ελβετία, τη Γαλλία και την Κέρκυρα, με μια μικρή (και μάλλον δυσάρεστη) παραμονή ενός μηνός στο Ναύπλιο το 1826, όταν αποφάσισε να επιστρέψει στην πατρίδα. Παρά τα εικοσιπέντε χρόνια που συνυπήρξαν στην Κέρκυρα (1828-1852), δεν φαίνεται να συναντήθηκαν ποτέ, σαν να μην γνώριζε ο ένας για την ύπαρξη του άλλου (πράγμα εντελώς απίθανο).
Οι δύο λοιπόν μεγάλοι ποιητές του νεοελληνικού κράτους όχι μόνο δεν το επισκέφθηκαν ποτέ, όχι μόνο δεν είχαν έστω κάποιες συμβατικές σχέσεις με τους αθηναϊκούς κύκλους, αλλά φαίνεται να ζουν απόμακροι στο επτανησιακό περιβάλλον και στην πολιτισμική του πραγματικότητα. Αυτοί που θεωρούνται οι πλέον «πατριωτικοί» των ποιητών «μας», πάντα πρόσφοροι σε επετειακές «προσαρμογές» και εθνικές «ανατάσεις», κατάγονται από τον ευρύτερο χώρο του ελληνισμού και κρατήθηκαν μακριά από την πολυπόθητη κατάκτηση της Επανάστασης του ‘21: τη δημιουργία ενός ελεύθερου ελληνικού κράτους, μετά από τέσσερεις αιώνες οθωμανικού ζυγού.
Όταν έληξε η εξέγερση, χάνουν το ενδιαφέρον τους για τη συνέχεια. Ο Σολωμός παλεύει με τις ρομαντικές φαντασιώσεις του στα ερείπια των ποιημάτων του, έως τον θάνατο του το 1857, ενώ ο Κάλβος σταματά να γράφει ποίηση οριστικά το 1826, «πέθανε πολύ νέος για την ποίηση», όπως λέει και ο Σεφέρης, πολύ πριν από το βιολογικό του θάνατο το 1869.
Ο Αγώνας όμως είναι το στοιχείο που, περισσότερο από κάθε άλλο, τους φέρνει κοντά. Αυτός πυροδοτεί τη γραφή τους, γίνεται η θρυαλλίδα της έμπνευσής τους. Το 1823 ο Σολωμός γράφει τον «Ύμνο εις την Ελευθερίαν», που τυπώνεται αργότερα, το 1825. Ο Κάλβος το 1824 δημοσιεύει στη Γενεύη τις πρώτες δέκα ωδές του. Και τα δύο έργα μεταφράζονται στα γαλλικά το 1825. Μπορούμε, επομένως, βάσιμα να υποθέσουμε ότι ζουν έντονα το επαναστατικό κλίμα, και ιδιαίτερα τα ελληνικό ζήτημα, τα πρώτα δύο τρία χρόνια της Επανάστασης, όταν οι ελπίδες ήταν μεγάλες και ο ενθουσιασμός υπερθετικός.
Όποια, συνεπώς, και αν είναι η προσέγγιση της ποιητικής τους, είναι αναπόφευκτη η αναμέτρηση με το ερώτημα: Τι ακριβώς σήμαινε για τους δύο ποιητές η Ελληνική Επανάσταση; Τι επένδυσαν σε αυτήν, πώς επηρέασε την ανάδυση και ανάδειξη της ποίησής τους; Ανεξάρτητα από τις πιθανές απαντήσεις, πρέπει να πούμε ότι δεν ωφελεί την αποδοτική ερμηνεία η θεώρηση της Επανάστασης με συγχρονικά μέσα αποκλειστικά, χωρίς δηλαδή να αναρωτηθούμε: τι ακριβώς συνέβαινε μπροστά στα μάτια τους που χάθηκε με το πέρασμα του χρόνου και τη φθορά από τη συμβατική χρήση του συμβόλου;
Δύσκολο εγχείρημα αλλά απαραίτητο, έστω και ως οθόνη δοκιμής των κριτηρίων μας. Δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι μια προσεκτική ανάγνωση θα επικυρώσει την κατεστημένη άποψη, που θέλει τους δύο ποιητές απλούς υμνητές της εθνικής επανάστασης. Μολονότι ο Σολωμός γρήγορα αναγνωρίστηκε και αναγορεύτηκε επισήμως εθνικός ποιητής (ενώ ο Κάλβος χάθηκε, για να ξαναφανεί ουσιαστικά στον 20ό αιώνα σαν λησμονημένο εθνικό κειμήλιο), και οι δύο θέτουν με τον πιο άμεσο τρόπο (και σήμερα) τη σχέση του ποιητικού υποκειμένου με τη συλλογικότητα που ονομάζουμε κοινωνικό σύνολο, έθνος, λαό, και τα παρόμοια.
Ανάλογα με την απάντηση στο ερώτημα, ο Σολωμός ανεβοκατέβαινε την κλίμακα της αυτοκαταστροφής και ο Κάλβος κατακρημνιζόταν στα βάραθρα της σιωπής. Πέρα από κάθε επέτειο ή συνθήκη ανάγκης, το ερώτημα επιμένει: τι ώθησε δύο εγωπαθείς και εσωστρεφείς νέους ποιητές να υποταχτούν στην ιστορική στιγμή και να ταιριάξουν τον λυρισμό τους με τις τροπές του χρόνου; Για τον Σολωμό έχω μιλήσει αλλού,(1) τώρα είναι η ώρα του Κάλβου.

ΙΙ
Τι θα ήταν ο Κάλβος χωρίς την επανάσταση του ’21; Η ποιητική του εκτίναξη αναφέρεται σχεδόν αποκλειστικά στην εθνεγερσία. Αυτός είναι ο πυρήνας γύρω από τον οποίο αναπτύσσεται ο διάλογος με την ευρωπαϊκή αισθητική, με το γλωσσικό ζήτημα, με τα διλήμματα της ποιητικής, με το άχθος του αρχαίου κλέους, με τα οράματα του μέλλοντος, με τις ανάγκες του παρόντος. Ακόμη και η βιογραφική αποτύπωση περνά από το ίδιο στημόνι. Εδώ κρύβεται το πιο καίριο πρόβλημα. Το είδωλο της Επανάστασης, μετά από τόσες δεκαετίες επίμονης χρήσης και κατάχρησης, μας έχει παγιδέψει σε έναν κοινότοπο αναχρονισμό. Επαναλαμβάνουμε το σημερινό στερεότυπο σαν πραγματικότητα του παρελθόντος.
Για τον Κάλβο, όμως, η Επανάσταση μπορεί να ήταν πολλά πράγματα εντελώς άγνωστα, και ίσως ακατανόητα, για μας σήμερα. Πιθανώς το πραγματικό γεγονός να πυροδότησε μια συμβολική εξιδανίκευση ή μια ψυχική έκρηξη, στην οποία ο ποιητής διοχέτευσε όχι απλώς την πατριωτική θέρμη και την επαναστατική ορμή αλλά το άπαν της ύπαρξής του, με όλους τους κρυφούς διχασμούς και τα άγνωστα τραύματά του. Ίσως η κρίσιμη συνάντηση με το φαντασιακό «άλλο» να κρύβεται στη στιγμή της Επανάστασης, όταν ο χρόνος κορυφώνεται συμβολικά μέσα από την τέχνη, όταν η τέχνη ακολουθεί τον ρυθμό της ιστορίας.
Στην Ευρώπη, καθώς ο Κάλβος άφηνε το Λονδίνο τον χειμώνα του 1820, με προορισμό την Φλoρεντία, τα πράγματα ήταν δύσκολα για κάθε μορφή εξέγερσης ή επανάστασης, καθώς η διαβόητη Ιερά Συμμαχία φρόντισε να επιβάλει τη δική της τάξη στις εθνικές διεκδικήσεις και τη δική της πολιτική στις διπλωματικές σχέσεις. Μετά τη γαλλική επανάσταση και τους ναπολεόντειους πολέμους, τα κυρίαρχα κράτη της κεντρικής Ευρώπης, μαζί με την Αγγλία και τη Ρωσία, επιζητούσαν τη γεωπολιτική σταθερότητα, επιδίωξη που δεν εξυπηρετούσε η εξασθένηση ή η διάλυση της οθωμανικής αυτοκρατορίας.
Οι φήμες όμως και τα μηνύματα που έφταναν από τα Βαλκάνια έδειχναν ότι κάποια μορφή εξέγερσης προετοιμαζόταν εκεί, εξέγερση που σύντομα θα έπαιρνε τη μορφή γενικού ξεσηκωμού. Βοηθούσαν στην εξάπλωση αυτών των διαδόσεων και οι φιλελληνικοί κύκλοι που δρούσαν στην Ευρώπη αλλά και οι μυστικές οργανώσεις ή «εταιρείες» που συμπαραστέκονταν ή στρατολογούσαν μέλη για να βοηθήσουν στον απελευθερωτικό αγώνα.
Ο Κάλβος μυήθηκε στο μυστικό εταιρισμό όντας ακόμη στο Λονδίνο, και σίγουρα πρέπει να μέτρησε η συμμετοχή του στην οργάνωση των καρμπονάρων στην απόφασή του να επιστρέψει στη Φλορεντία. Πρέπει να θυμίσουμε, ότι όλες οι παρόμοιες μυστικές οργανώσεις, όπως οι «Καλοί Εξάδελφοι», οι «Ιλουμινάτι» κ.ά, σχετίζονταν, άλλες περισσότερο και άλλες λιγότερο, με το ευρύτερο ευρωπαϊκό δίκτυο του ελευθεροτεκτονισμού, διατηρούσαν όμως μια σχετική αυτονομία και λειτουργούσαν με τις δικές τους συνωμοτικές αρχές, που προσδιορίζονταν από την ιδιαιτερότητα των επιδιώξεων, τις τοπικές συνθήκες και τον τρόπο συγκρότησης της ιεραρχίας. Οι καρμπονάροι ήταν ιταλική παράνομη οργάνωση, η οποία δρούσε κατά κύριο λόγο στην Τοσκάνη, είχε έναν περίπλοκο κώδικα επικοινωνίας, αποσκοπούσε στην απελευθέρωση της Ιταλίας από τους δυνάστες Αυστριακούς και έφτασε στην ακμή της την εποχή που ο Κάλβος επανέκαμψε στη Φλορεντία.
Θα περίμενε βέβαια κανείς να είχε γίνει μέλος της Φιλικής Εταιρείας που προετοίμαζε την ελληνική εξέγερση και όχι μιας ιταλικής οργάνωσης που, αναπόφευκτα, υπηρετούσε τα δικά της σχέδια. Η απόφαση του Κάλβου θα παραμείνει μυστήριο, όπως και πολλά άλλα πράγματα από τη δράση του. Η μυστικότητα άλλωστε που κάλυπτε τις κινήσεις και τις συναντήσεις των μελών επιτείνει τη συσκότιση. Όπως και αν έχει το πράγμα, υποθέτουμε ότι ο Κάλβος, πιθανώς μέσω Παρισίων, φτάνει στη Φλορεντία την άνοιξη ή το καλοκαίρι του 1820 και θα παραμείνει εκεί έως τον Μάρτιο του 1821, όταν ξεσπά η ελληνική επανάσταση, και οι ιταλικές αρχές θα τον απελάσουν στη Γενεύη, αφού πρώτα τον ανακρίνουν ως ύποπτο συμμετοχής στην τοπική ομάδα των καρμπονάρων. Θα μπορούσαν βέβαια να τον φυλακίσουν αλλά γλίτωσε τα χειρότερα, γιατί ως επτανήσιος ήταν βρετανός πολίτης και διέθετε ανάλογο διαβατήριο.
Στην πόλη, από την οποία είχε περάσει για λίγο πηγαίνοντας με τον Φόσκολο στο Λονδίνο το 1816, τώρα θα εγκατασταθεί για τέσσερα περίπου χρόνια. Πολλά δεν ξέρουμε για την παραμονή του σε αυτήν. Οι πληροφορίες λίγες και σποραδικές: παρέδιδε ιδιωτικά μαθήματα για τα προς το ζην, έδωσε κάποιες διαλέξεις, μελετούσε γλωσσικά και φιλολογικά ζητήματα, σχεδίαζε μετάφραση της Ιλιάδας του Ομήρου, συμμετείχε μετά πάθους σε ενέργειες συμπαράστασης στην ελληνική επανάσταση, που είχε ξεκινήσει μόλις ο ίδιος έφτασε στη Γενεύη, γνώρισε τον Καποδίστρια, που του έδωσε μάλιστα συστατική επιστολή, και δραστηριοποιήθηκε στους φιλελληνικούς κύκλους.
Είναι σημαντικό να τονίσουμε ότι η Γενεύη είχε ισχυρό φιλελληνικό κίνημα, στο οποίο συχνά συμμετείχαν σημαντικοί άνθρωποι που τους εντυπωσίασε ο ξεσηκωμός των Ελλήνων. Πολλοί από αυτούς συνέδεσαν την εξέγερση εναντίον των Τούρκων με την απελευθέρωση της κοιτίδας του ευρωπαϊκού πολιτισμού, με τη δυνατότητα αναβίωσης του αρχαίου πνεύματος, παρακινημένοι συχνά και από μια ρομαντική θεώρηση των πραγμάτων.
Ο Κάλβος είχε παρόμοιες αντιλήψεις, που συμπληρώνονταν από το δικό του αρχαιολατρικό ιδεώδες, από το πνεύμα της γαλλικής επανάστασης και από τις αρχές του δημοκρατικού φιλελευθερισμού. Στη Γενεύη βρέθηκε, επίσης, ανάμεσα σε δραστήριους καρμπονάρους, κι έτσι μπορούμε να υποθέσουμε ότι συνέχισε τη συνωμοτική του δράση, τώρα όμως συνεπαρμένος από την έξαψη του ελληνικού αγώνα. Η πόλη, την εποχή εκείνη ήταν ένα σταυροδρόμι μυστικών εταιρειών, διπλωματών, τυχοδιωκτών, εξόριστων, φυγάδων, πρακτόρων, διανοουμένων και κάθε λογής κατατρεγμένων από τυραννικές ή αυταρχικές εξουσίες.

ΙΙΙ
Το σημαντικότερο ασφαλώς γεγονός αυτής της περιόδου ήταν η δημοσίευση, το 1824, δέκα ωδών, που πρέπει να άρχισαν να γράφονται από το 1821 και μετά, υπό τον τίτλο Η Λύρα. Ο ποιητής είναι 32 ετών, έχει κάπου στην Ιταλία έναν αδελφό με τον οποίο δεν κράτησε ιδιαίτερη επαφή, έναν άρρωστο (πιθανώς αποδημήσαντα) πατέρα, έχει χάσει ήδη τη μητέρα του (1815), τη γυναίκα του (1819), μια κόρη (1819) και χώρισε από έναν μεγάλο έρωτα (1820). Τώρα είναι πλήρως κυριευμένος από την κορυφαία στιγμή της εξέγερσης των συμπατριωτών του. Από αυτό το καταλυτικό γεγονός εμπνέεται καθοριστικά στην ποίησή του και με αυτές τις ωδές εισέρχεται πλησίστιος στο λογοτεχνικό πεδίο. Και όχι με την ορμή των προσωπικών παθών και παθημάτων.
Οι αντιλήψεις του για το μέτρο, τη γλώσσα και τη δομή του ποιητικού του ιδιώματος είναι συγκροτημένες και μεθοδικά εφαρμοσμένες. Ιδιαίτερα η γλώσσα του (πέρα από τα προβλήματα επάρκειας και αρχαιοπρέπειας) συνιστά ένα ιδιότυπο σύνθεμα, που το επινόησε ειδικά για τις ανάγκες της ποίησής του. Δεν πρέπει, ως προς αυτό, να τον συγκρίνουμε με τον Σολωμό, και με την υιοθέτηση από τον τελευταίο της δημοτικής γλώσσας και του δεκαπεντασύλλαβου στίχου. Ο Σολωμός γύρισε στην πατρίδα, έζησε σε πρόσφορο περιβάλλον, δέχτηκε άμεσες επιδράσεις, που του επέτρεψαν να διαμορφώσει πολύ νωρίς μια πιο προσγειωμένη γνώμη για τη γλώσσα και να την συντονίσει με μια ανάλογη ποιητική. Ο Κάλβος, αντίθετα, έζησε εκτός Ελλάδος, ακούγοντας περίεργα ελληνικά, ανάμεσα σε ξένες γλώσσες, με πρωταρχικό κοινό του τους φιλελληνικούς κύκλους και τους ξένους μορφωμένους που είχαν μια, λιγότερο ή περισσότερο επαρκή, γνώση των αρχαίων ελληνικών.
Μετά την έκδοση της Λύρας, και καθώς η Ελληνική Επανάσταση δοκιμάζεται δεινά από διχόνοιες και αποτυχίες, ο Κάλβος αφήνει τη Γενεύη και εγκαθίσταται στο Παρίσι το 1825, όπου τον επόμενο χρόνο (1826) τυπώνει άλλες δέκα ωδές με τον τίτλο Λυρικά. Αυτή θα είναι και η τελευταία του θητεία στην ποίηση. Έως τον θάνατό του, το 1869, δεν θα γράψει μήτε έναν στίχο στα ελληνικά. Η νέα αυτή συλλογή εστιάζει πάλι στην επανάσταση και, παρά τις διαφορές που έχει με την προηγούμενη, η γλώσσα, η στιχουργία και η θεματική παραμένουν αμετάβλητες. Η υποδοχή ήταν και τώρα ευνοϊκή αλλά, όπως πριν, μόνο σε γαλλικά έντυπα. Από την ελληνική πλευρά η αντίδραση είναι ανύπαρκτη.
Την ίδια εποχή, η γαλλική αστυνομία παρακολουθεί τον Κάλβο και καταγράφει τις κινήσεις του: «Ο αλλοδαπός αυτός κατάγεται από την Ζάκυνθον, και διακηρύσσει το πνεύμα του ενθουσιωδέστερου φιλελευθερισμού. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι λαμβάνει μέρος εις τας πολιτικάς μηχανορραφίας της Ανατολής». Ο ίδιος δηλώνει στην αφιέρωσή του στον στρατηγό Λαφαγιέτ, που συνόδευε τα Λυρικά, πως θα ήθελε να κατέβει στην Ελλάδα και να πολεμήσει στο πλευρό των συμπατριωτών του. Πράγματι, την ίδια χρονιά (1826) συνοδεύει την αποστολή του κόμη Ντ’ Αρκούρ και φτάνει αρχές Ιουλίου στο Ναύπλιο. Δεν είναι σαφές, αν τελικός προορισμός του ήταν όντως το Ναύπλιο, όπου ήρθε για να βοηθήσει στον Αγώνα, ή η Κέρκυρα, όπου ήρθε για να εργαστεί στην Ιόνιο Ακαδημία, όπως του είχε υποσχεθεί ο Γκίλφορντ.
Δεν είναι επίσης καθαρό τι τον έκανε, μετά από σχεδόν έναν μήνα, να φύγει εσπευσμένως από το Ναύπλιο και να έρθει στην Κέρκυρα. Πρέπει να θεωρήσουμε ως πολύ πιθανή την υπόθεση ότι η πρώτη αυτή επαφή με την «πραγματική» Ελλάδα ήταν βαθύτατα τραυματική για τον ιδεαλιστή Κάλβο. Μπορούμε μόνο να φανταστούμε πόσο δύσκολη και αμήχανη πρέπει να ήταν η συνάντηση ενός ξενομερίτη φραγκοντυμένου λογιώτατου με τους καχύποπτους και μπαρουτοκαπνισμένους εξεγερμένους. Όπως και αν έχει το πράγμα, μετά από τη γρήγορη συνάντηση με τους αλληλοσπαρασσόμενους Έλληνες, ο Κάλβος δεν θα επιχειρήσει άλλη.
Για το ποιητικό του έργο, εκτός από τους άλλους, θα σιωπήσει και ο ίδιος. Οι ωδές είναι σαν να μην γράφτηκαν ποτέ και ο Κάλβος σαν να μην υπήρξε ποτέ ποιητής. Θα τον «αναστήσει» ο Παλαμάς το 1889, με την ομιλία του στον «Παρνασσό», και θα ακολουθήσει αργότερα, με τον δικό της τρόπο, η γενιά του ’30.
Όταν όμως «κατέρχεται» στην ανύπαρκτη ακόμη Ελλάδα το 1826, και καθώς η Επανάσταση πνέει τα λοίσθια, το λυρικό «πέταγμά» του διακόπτεται απότομα. Ό,τι απόμεινε από αυτό, ο υψηλός λόγος των ωδών, ομιλεί για την υψήγορη ανύψωσή του στο όραμα της εξέγερσης. Και όπως πάντα, η μαντική τέχνη των ποιητών ξεπερνά τη χρονική δέσμευση και επαναλαμβάνει το μήνυμά της σε κάθε εποχή. Αλλάζοντας ο καιρός, αλλάζει και το περιεχόμενο της ποιητικής φράσης. Όσο περίεργο κι αν ακούγεται, ο Κάλβος μπορεί να γίνει επειγόντως επίκαιρος:
Επί το μέγα ερείπιον
η Ελευθερία ολόρθη
προσφέρει δύο στεφάνους
έν’ από γήινα φύλλα,
κι άλλον απ’ άστρα.
(«Εις Ψαρά»)


(1) Βλ. την «Εισαγωγή» μου στο Διονύσιος Σολωμός, Έργα. Ποιήματα και Πεζά, Αθήνα: Μεταίχμιο, 2007.

[Προδημοσίευση από την «Εισαγωγή» στην νέα έκδοση των Ωδών του Ανδρέα Κάλβου από τις εκδόσεις Μεταίχμιο, με τη συνολική φροντίδα του Δημήτρη Δημηρούλη. Το βιβλίο θα κυκλοφορήσει τον Μάιο του 2009.]

Ο Δημήτρης Δημηρούλης διδάσκει Θεωρία και Ιστορία της Λογοτεχνίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο

Για το ποιητικό του έργο, εκτός από τους άλλους, θα σιωπήσει και ο ίδιος ο Κάλβος



Κρυφό σχολειό: μια ολοφάνερη πλάνη.

Οι εύκολες ιδέες στηρίζουν ισχυρά συστήματα εξουσίας

ΤΗΣ ΜΑΡΘΑΣ ΠΥΛΙΑ

Κάθε φορά που επανέρχεται η συζήτηση για το κρυφό σχολειό, η λογική επιχειρηματολογία φαίνεται πως παραβιάζει ανοιχτές θύρες. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι βρισκόμαστε μπροστά σε μία από τις πιο δημοφιλείς ιδεολογικές κατασκευές, που αντιστέκεται όσες φορές και αν η λογική την καταλύσει. «Είναι μύθος ζωντανός, άρα αξιοσέβαστος», όπως σημειώνει ο Τάκης Καγιαλής, για έναν άλλο, υπέρτατο μύθο, τον Μακρυγιάννη, «Η εικόνα [...] καθιερώθηκε στη συλλογική συνείδηση, ‘δοκίμασε να την αλλάξεις δεν μπορείς’», (Μοντερνισμός και Ελληνικότητα, Ηράκλειο 1997, σ. 33) 
Η επιστημονική προσέγγιση, στηριγμένη στις μαρτυρίες των πηγών, έχει κατηγορηματικά αποκλείσει την απαγόρευση εκπαίδευσης των χριστιανών από την οθωμανική εξουσία: καμία διαταγή, καμία συγχρονική περιγραφή, καμία συγχρονική έκθεση, κανένα απομνημόνευμα δεν αναφέρεται σε απαγόρευση.
Ο Άλκης Αγγέλου, στο εξαιρετικό δοκίμιό του για Το κρυφό σχολειό, (Αθήνα, 1η έκδ. 1997) και ο Αλέξης Πολίτης σε σχετικό κείμενο στο βιβλίο του Το Μυθολογικό Κενό, (Αθήνα 2000, σ. 25-39), διαγράφουν τη διαδρομή και αποκαλύπτουν τους λόγους και τις μεθόδους που, λίγα μόλις χρόνια μετά την επανάσταση, δρομολογούν την παγίωση του μύθου. Η Μεγάλη Ιδέα, ο ρομαντισμός, η ενοχή της αμάθειας, η προσμονή αποδοχής και αρωγής από τη φωτισμένη Δύση, ήταν αιτίες αρκετές για να θεμελιώσουν μια πολιτικά και ψυχολογικά χρήσιμη πλάνη.
Κι ενώ η οθωμανική απαγόρευση προβλήθηκε ως η αποκλειστική αιτία για την αγραμματοσύνη των «φτωχών ραγιάδων», ως η «ανελεήμων μάστιξ» που εμπόδιζε τη «φυσική των Ελλήνων και αναλλοίωτον προς την μάθησιν κλήσιν», το 1870, σαράντα περίπου χρόνια μετά τη δημιουργία του ελληνικού κράτους, η Στατιστική της Ελλάδος καταγράφει συντριπτικά ποσοστά αναλφαβητισμού: 92,60% για τις γυναίκες και 67% για τους άνδρες.
Εκκλησιαστικοί κύκλοι πρωτοστάτησαν και πρωτοστατούν στην οικοδόμηση και ενίσχυση του μύθου, επιλεκτικά αποσιωπώντας τις σχετικές πληροφορίες, καθώς και το γεγονός ότι η διαδικασία εθνικής χειραφέτησης πέρασε από την οδό της αμφισβήτησης κάθε πολιτικής και θρησκευτικής αυθεντίας. Είναι εντυπωσιακό ότι οι πιο καίριες μελέτες, που καταρρίπτουν εκ των έσω το μύθο, προέρχονται από τον Μανουήλ Γεδεών, ακούραστο αρχειοδίφη, «Μέγα Χαρτοφύλακα και Χρονογράφο της Μεγάλης Εκκλησίας». Και δεν είναι καθόλου παράδοξο, που η μηχανισμός οικοδόμησης και διάδοσης του μύθου επιδεικτικά τον αγνοεί.
Στην έκδοση που επιμελήθηκαν ο Άλκης Αγγέλου και ο Φίλιππος Ηλιού: Μανουήλ Γεδεών, Η Πνευματική Κίνησης του Γένους κατά τον ΙΗ΄ και ΙΘ΄ αιώνα, (Αθήνα 1976), εκτεταμένα κείμενα πραγματεύονται τα σχολεία, τα βιβλία, το σύστημα διδασκαλίας και την εν γένει πνευματική κίνηση των χριστιανών τον ΙΗ΄ και ΙΘ΄ αιώνα. Ενώ, στην Ιστορία των του Χριστού Πενήτων (Αθήνα, 1939), ο Γεδεών εκθέτει, χωρίς περιστροφές, την οθωμανική λογική απέναντι στην «εκπαίδευση του Γένους»:
«Η τουρκική κυβέρνησις, ανεχομένη την χριστιανικήν θρησκείαν, εγίγνωσκεν ότι εις τους ναούς αναγιγνώσκουσι και ψάλλουσιν οι παπάδες και οι ψάλται, και ότι τα αναγιγνωσκόμενα και ψαλλόμενα έπρεπε να διδαχθώσιν εγκαίρως• και συνεπώς ουδέποτε εν ομαλή καταστάσει πραγμάτων εμπόδισε την εν νάρθηξι και κελλίοις διδασκαλίαν». Και, επιπλέον, «μέχρι σήμερον ουδαμού ανέγνω εν ομαλή καταστάσει πραγμάτων βεζίρην, ή αγιάνην, ή σουλτάνον εμποδίσαντα σχολείου σύστασιν, ή οικοδομήν...» (τχ. 2, σ. 179,180).
Στο πλαίσιο της οθωμανικής ανοχής, εξελίσσεται από το δεύτερο μισό του 18ου αιώνα η σχετική διάδοση της εκπαίδευσης και η ανάπτυξη των σχολείων, όπως εντυπωσιακά αποτυπώνεται «στο σύστημα διδασκαλίας του επιφανούς διδασκάλου της Θεσσαλίας, Ιωάννου Πεζάρου του εν Τυρνάβω διδάξαντος από του 1782 μέχρι των αρχών του αιώνος», που παραθέτει ο Μανουήλ Γεδεών από τον Κωνσταντίνο Κούμα:
«Εδιαίρει τους μαθητάς εις πολλάς κλάσεις, προβαινούσας εκ των μικροτέρων εις τα μεγαλείτερα μαθήματα. Η κλάσις την οποίαν εγύμναζεν εις την τεχνολογίαν των οκτώ του λόγου μερών, ήτο η κατωτάτη• δευτέρα, ήτις ήρχιζε να αναλύη την σύνταξιν του λόγου• τρίτη, ήτις εσύντασσε θέματα• τετάρτη, ήτις εγυμνάζετο εις τους επιστολικούς χαρακτήρας κατά τον Κορυδαλλέα• η πέμπτη εκατεγίνετο εις τους ποιητάς• η έκτη, εγεωμέτρει και εφιλοσόφει, ήτις πολλάκις εδιαιρείτο εις δύο. Γραμματικήν δεν ηθέλησε ποτέ άλλην παρά την του Λασκάρεως. Ελληνικά μαθήματα παρέδιδε τας γνώμας του Χρυσολωρά, τους μύθους του Αισώπου, τον Λουκιανόν, όσα περιείχεν η Εγκυκλοπαιδεία του Πατούσα, πολλούς λόγους του Δημοσθένους, την ιστορίαν του Ηρωδιανού, τας επιστολάς του Συνεσίου, τον Όμηρον και τους σκηνικούς ποιητάς. Θέματα υπηγόρευεν αυτοσχεδίως δις της εβδομάδος, πρώτον κατά τα είδη των ρημάτων, και έπειτα καθ’ όλα τα είδη, χωρίς να εμποδίζη αυτόν από την παράδοσιν των άλλων μαθημάτων η διόρθωσις των θεμάτων. Εις την φιλοσοφίαν ήρχιζε συγχρόνως την εισαγωγήν της λογικής του Σουγδουρή, και τα στοιχεία της γεωμετρίας του Ευκλείδου, μετέβαινεν εις την λογικήν του Ευγενίου, και εις την αριθμητικήν, εις την μεταφυσικήν του Γενουηνσίου, και εις το κατά Γέσνερον μαθηματικόν του Ευγενίου, εις την φυσικήν του Θεοτοκίου, και τέλος επέθετε το θεολογικόν του Ευγενίου. Παρέδιδεν αδιακόπτως όλον τον ενιαυτόν». (Η Πνευματική Κίνηση του Γένους σ. 12, 13).
Παρά την κατηγορηματικότητα των πηγών, μοιάζει ακατόρθωτο να αντιμετωπίσει κανείς έναν τόσο έωλο αλλά και τόσο σφιχταγκαλιασμένο με τη νεοελληνική ταυτότητα μύθο, που υποστηρίζεται και επανέρχεται δριμύτερος με ολοένα περισσότερες και περισσότερο αυθαίρετες «αποδεικτικές» αναπαραστάσεις. Καλλιτεχνικά προϊόντα, όπως ο πίνακας του Νικολάου Γύζη και το ομώνυμο ποίημα του Ιωάννη Πολέμη, και υποπροϊόντα, όπως τα εκθέματα του μουσείου Βρέλλη, οι σχολικές παραστάσεις και οι νεόκοπες κρύπτες στα υπόγεια μονών και εκκλησιών, προβάλλουν βάναυσα στο παρελθόν τις ιδεολογικές και συναισθηματικές ανάγκες του παρόντος.
Με το «μαράζι των αποδεικτικών στοιχείων του ερευνητή», όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Άλκης Αγγέλου, και με την αδυναμία μιας πραγματικότητας που δεν «προνόησε» να στοιχειοθετήσει επακριβώς την απάντηση στην κατοπινή παραποίησή της, παρουσιάζουμε εδώ δύο ανέκδοτες προεπαναστατικές επιστολές δραγουμάνων του πασά του Μοριά. Πρόκειται για τον Θεοδόση Μιχαλόπουλο και τον Γεώργιο Ουαλεριανό αντίστοιχα, που συνεπικουρούμενοι με τις υπογραφές κοτζαμπάσηδων της κεντρικής Πελοποννήσου, απευθύνονται σε εκείνους του Άργους για να τους συστήσουν τη διευθέτηση οικονομικών διαφορών στις οποίες ενέχονται δάσκαλοι της σχολής του Ναυπλίου. [ΙΕΕΕ, Αρχείο Περρούκα, Έγγραφα: (03.09.1813) 47367 & (17.01.1819) 47459].
Σύμφωνα με τον Τρύφωνα Ευαγγελίδη, η σχολή του Ναυπλίου λειτουργούσε από το 1715, δηλαδή αμέσως μετά την αποχώρηση των Βενετών από το Μοριά, και «κατωχυρώθη τω 1765 δια σιγιλλίου του πατριάρχου Σαμουήλ του Χατζερή», (Η παιδεία επί Τουρκοκρατίας. Τ. Α’, σ. 295). Η εκπαίδευση των χριστιανών λειτουργούσε λοιπόν υπό την ελεύθερη επίβλεψη της εκκλησίας και των κοινοτήτων. Άλλωστε, τα κοινοτικά κατάστιχα καταγράφουν επανειλημμένα τα έξοδα των σχολείων και τους μισθούς των δασκάλων. Και δεν υπάρχει καμία περίπτωση να σημειώνουν φανερά, απαγορευμένες και γι’ αυτό κολάσιμες δραστηριότητες∙ επειδή συμμετέχοντες και συνεργούντες θα κινδύνευαν έτσι να βρεθούν εκτεθειμένοι εις «τας καταγγελίας χριστιανού τινός, απεριτμήτου τούρκου, καθώς ωνόμαζον αυτούς», όπως σημειώνει ο Μανουήλ Γεδεών (τχ. 2, σ. 180, Αθήνα 1939).
Αλλά και οι δραγουμάνοι του Μοριά, κατά κύριο λόγο φαναριώτες, που διατηρούσαν διαμερίσματα στο εσωτερικό των ανακτόρων του πασά, για να εξυπηρετούν τη μεσολάβηση ανάμεσα στην οθωμανική διοίκηση και τους κοινοτικούς άρχοντες, δεν θα εξέθεταν τους εαυτούς τους στο θανατηφόρο κίνδυνο της παράβασης.
Στις επιστολές που δημοσιεύουμε, επανέρχεται το πάγιο πρόβλημα της αδυναμίας των πληρωμών που μάστιζε τις κοινότητες και τους υπηκόους της οθωμανικής επικράτειας: Οι αυξανόμενες ανάγκες της κεντρικής και της τοπικής διοίκησης πολλαπλασίαζαν ολοένα και περισσότερο τις δημόσιες χρηματικές απαιτήσεις, με αποτέλεσμα κοινότητες και φορολογούμενοι να βυθίζονται σε μια διαρκώς πιο ασφυκτική καταχρέωση. Στη δίνη των εν λόγω συνθηκών, αλλά σε διαφορετική θέση, βρίσκονται και οι δάσκαλοι που συναντάμε. Στην πρώτη (1813) ο «διδάσκαλος» Ησαΐας, ως δανειστής της κοινότητας Άργους, απαιτεί να εισπράξει το ποσό των 2000 γροσίων που του οφείλουν, και ο δραγουμάνος προτείνει να ενσωματωθεί η οφειλή σε συμπληρωματικό φόρο (τάνσα). Στη δεύτερη επιστολή (1817), ο δραγουμάνος ζητά από τους άρχοντες του Άργους διευθέτηση, επειδή ο διδάσκαλος Νικηφόρος δια «την εννοχήν της εγγυήσεως» ενός χρέους που μήτε αυτός μήτε ο χρεώστης μπορούσε να επιστρέψει, «εκών και άκων [...] ταλαιπωρείται σωματικώς και με έξοδα άνω και κάτω περιφερόμενος» και μάλιστα «κινδυνεύει να χάση την εκ του σχολείου του κυβέρνησιν».
Η ευκρίνεια των πληροφοριών και των ιστορικών αναλύσεων δεν έχει κατορθώσει ακόμη να ανατρέψει τη σχετική με το «κρυφό» σχολειό νεοελληνική πίστη. Δεν είναι παράδοξο οι εικόνες των πηγών να προσλαμβάνονται μέσα από τους χρωματισμούς που τους προσδίδει η εκάστοτε εποχή που τις διαβάζει. Όμως, η συνειδητή και συστηματική παραχάραξη του παρελθόντος συνιστά μια εύχρηστη απάτη, που μηχανεύονται οι γνωστοί κύκλοι ελέγχου των ιδεών: Ακριβώς εκείνοι που υπερμαχούν για να κρατούν ζωντανούς τους μύθους και να καπηλεύονται εικονικές δήθεν βεβαιότητες της αναπαράστασης του παρελθόντος. Διάσπαρτοι επιμέρους μηχανισμοί στην εκπαίδευση, την εκκλησία, κεντρικοί και περιφερειακοί λόγιοι, διατεταγμένοι υπάλληλοι, υπερήφανοι εθνικοί κήρυκες, ερήμην ή και δια μέσου της παράφρασης των πηγών, επιμένουν θερμοκέφαλα στη συντήρηση της δικής τους εύληπτης «αλήθειας»: Εύκολες ιδέες στηρίζουν, μαζικά, ισχυρά συστήματα εξουσίας.
Το ζήτημα, καίρια πολιτικό, επαναφέρει τα θολωμένα, μέσα στην τελετουργία και την παραποίηση της αναπαράστασης, νεωτερικά αιτήματα του παρελθόντος. Αιτήματα τα οποία με σαφήνεια και ακρίβεια καταγράφονται στα θεμελιώδη κείμενα της εθνικής αφύπνισης. Αντιγράφω από την Ελληνική Νομαρχία:
«Εις την ελευθέραν ζωήν η αξιότης τιμάται, έκαστος συμπολίτης ευρίσκει το καλόν του εις το καλόν των άλλων [...] Εκεί η τιμή αξιοτίμητος, ο κριτής απροσωπόληπτος, ο κρινόμενος μόνος, νόμοι διαυθεντευταί, νόμοι δικασταί, η αθωότης απτόητος, η τιμωρία δικαία, η αντάμειψις κοινή [...] Ποίος οποιασδήποτε καταστάσεως, δεν θέλει γνωρίσει το μέγα όφελος της ελευθέρας ζωής; Εις αυτήν ο πραγματευτής ευρίσκει ασφάλειαν εις το έχειν του∙ ο τεχνίτης έπαινον εις τα έργα του∙ ο υπανδρευόμενος βεβαιότητα εις την τιμήν του∙ ο νέος ευρύχωρον οδόν εις το να διευθύνει την κλίσιν του, και να δείξει την αγχίνοιάν του».
Σήμερα, πού τοποθετείται άραγε, σε σχέση με το αίτημα της προσωπικής και κοινωνικής ελευθερίας, η νεοελληνική μας αυταρέσκεια και πώς αντιμετωπίζει τα αντιφατικά «προτάγματα» που προσδιορίζουν αδιαφοροποίητα ένα συνονθύλευμα στάσεων και ιδεών: Τον ατομικισμό και τη δημοκρατία, το λαϊκισμό και τον εκσυγχρονισμό, τον ηρωισμό και την πονηριά, τη θρησκοληψία και την παιδεία, το ελληνικό «δαιμόνιο» και το «δε βαριέσαι».

Η Μάρθα Πύλια διδάσκει Οθωμανική Ιστορία στο Πανεπιστήμιο Θράκης


Δύο ανέκδοτες επιστολές
δραγουμένων του πασά του Μοριά
για οικονομικές υποθέσεις Ελλήνων διδασκάλων
(1813 και 1819)

»την ευγενείαν σας ηδεώς προσαγορεύομεν:-

»διά του παρόντος μοι ερωτώντες τα της υγίειας σας δηλοποιούμεν, ότι γνωστά σας τα γρόσια δύω χι/λιάδαις, τα οποία με ομολογίαν σας χρεωστείτε τω διδασκάλω κυρ ησαΐα, και μ’ όλον οπού/ πολλάκις σας τα εξήτησε, κατά το χρέος σας δεν επροθυμοποιήθητε δια την αποπλήρωσιν/ αυτών. ελθόντος ενταύθα του κυρ νικολή, δεν ελείψαμεν από του να τον ομιλήσωμεν ως/ έδει περί τούτων, όστις μοι επρότεινεν, ότι είπε τη ευγενεία σας να κάμετε τάνσον να του/ τα δώσετε, και έπειτα από το ταχσήλι των χωρίων να τα λάβητε, και ουδόλως το ευχαρι/στήθητε, και αν είναι δίκαιον και εύλογον να φέρεσθε ούτω, στοχασθήτε οι ίδιοι. όθεν/ επίτηδες σας γράφομεν το παρόν μοι, και σας συμβουλεύομεν αδελφικώς, ότι άμα του/ λαβείν αυτό, φιλοτιμούμενοι να κάμετε κάθε τρόπον. και εκ τάνσου να οικονομήσητε/ τουλάχιστον τα γρόσια χίλια πεντακόσια,και έως το ερχόμενον σάββατον να τα απο/στείλητε εδώ διά να τα λάβη, και να πηγαίνη εις την δουλειάν του. αν δε παραβλέψητε/ την αδελφικήν συμβουλήν μοι, μη θέλοντες να εξακολουθήσητε ως άνωθεν, η σοφολογιό/της του βιασμένος από τας χρείας του και από το δίκαιόν του, θέλει φερθή αλλεοτρόπως, και στοχα/σθείτε εν είναι καλόν, ούτε μομφή μένει πλέον εις την σοφολογιότητά του, καθότι πολλα/χώς έκαμε το χρέος του διά να λάβη το δίκαιόν του. Αναμένομεν απόκρισιν εν/ τη αποστολή των ρηθέντων γροσίων. ταύτα και μένομεν: 1813:-σεπτεμβρίου: -3:- τριπολιτζά
πρόθυμοι και εδικοί σας:
ο δραγουμάνος Θεοδόσιος
Αλεξίογλους οικονόμος
γιανης παπας
γιανοπουλος
αναγνώστης παπάζογλης
Σωτήρος Κουγιάς






την ευγενείαν της αδελφικώς ασπαζόμενοι, ακριβώς προσαγορεύομεν:-/

»μετά την έρευναν της περιποθήτου ημίν αγαθής υγιείας της δηλοποιούμεν, ότι είναι γνωστόν της διά/ τα γρόσια, οπού ο παπά κυρ γεώργιος κοσμίτης χρεωστεί τω ενταύθα κυρ αρβάλη, ότι περί τούτων /εννέχετε εις την εγγύησιν παρά τη τιμιότητί του ο παρών διδάσκαλος κυρ νικηφόρος. ο κυρ αρ:/βάλης προ πολλού ζητών αυτά τα άσπρα του, ως οίδε και η ευγενεία της, ηθέλησε να κινηθή διά/ μέσου της πόρτας επί τω λαβείν αυτά. ημείς δε ηξεύροντες το, τε άπορον και την της αιδεσιμό/τος του δυστυχίαν, εκκωλύομεν το τοιούτον κίνημα, διαφόρως δε σωπούντες τον. τέλος πάντων έ/φερεν ενταύθα και την αιδεσιμότητά του, και τον παρόντα διδάσκαλον επί σκοπώ και αποφάσει του, ταν/ ή επί ταν, ωσάν οπού τον βιάζουσιν ου μόνον το δίκαιόν του, αλλά και αι χρείαις του, και με το να μην ή/τον άλλος ο τρόπος της πληρωμής αυτού του χρέους κονδά εις την αιδεσιμότητά του, αναγκαίως απεφασίσθη/ να προστρέξη εις τα αυτούσε, και να γένη Οικονομία εξ’ ων έχει (ως λέγει) λαμβάνειν. περί τού/των με το να έρχεται ήδη εις τα αυτούσε, η αιδεσιμότης του, φέρει γράμμαν προς την ευγενείαν της πα/ρά των μεγαλοπρεπεστάτων μπέ’εφένδηδων, εκ του οποίου θέλει πληροφορηθή. κατά ανάγκην τοι/αύτην έρχετε και ο παρών διδάσκαλος εκών και άκων, διότι τι να κάμη πλέον, οπού ευρέθη εις την/ εννοχήν της εγγυήσεως. και αγκαλά οίδαμεν, ότι και η σοφολογιότης του και η αιδεσιμότης του επίσης/ και αγαπώνται και πονούνται από την ευγενείαν της, με όλον τούτο την παρακαλούμεν και ημείς αδελ/φικώς, να δείξη επάνω εις αυτήν την υπόθεσιν και την προθυμίαν της και την δυνατήν οικονομίαν,/ επειδή εξ’ αυτής ου μόνον ταλαιπωρείται σωματικώς και με έξοδα ο διδάσκαλος άνω και κάτω περιφε/ρόμενος, και κινδυνεύει να χάση την εκ του σχολείου του κυβέρνησιν, αλλά και ο παπάς βλέπομεν/ φανερά, ότι θέλει πέσει εξ’ άπαντος εις άφευκτα βάσανα, εάν δεν ήθελεν οικονομηθή αυτούσε/ η υπόθεσίς του. ταύτα και μένομεν:-
1819: Ιανουαρίου: 17: τριπολιτζά
της ευγενείας της
Όλως πρόθυμοι αδελφοί-
Γεώργιος Ουαλεριανός
αλεξίογλους οικονόμος
παναγής ζαριφόπουλος

[Στη μεταγραφή διατηρείται η ορθογραφία του πρωτοτύπου]



Εμφύλιες κοινωνικές συγκρούσεις, με φόντο την Επανάσταση

Το κείμενο που ακολουθεί είναι απόσπασμα από το διήγημα του Δημητρίου Αινιάνα (1800-1881) «Ο έμπορος Μάρκος. Αληθές διήγημα», το οποίο πρωτοδημοσιεύτηκε λίγο μετά τον θάνατο του συγγραφέα (Επιθεώρησις Πολιτική και Φιλολογική, τ. Β΄, 1881, σελ. 396-400, 406-416) αλλά είχε πιθανότατα γραφτεί δύο ή και τρεις δεκαετίες νωρίτερα. Μέλος της Φιλικής Εταιρείας από τα 18 του χρόνια, στρατιώτης στην επανάσταση και αργότερα γραμματικός του Καραϊσκάκη, ο Αινιάν κατηγορήθηκε το 1848 για συμμετοχή σε εξέγερση εναντίον του Όθωνα, έχασε την περιουσία του και βιοπορίστηκε με μεγάλη δυσκολία ως το τέλος της ζωής του. Τα λίγα διηγήματά του δημοσιεύτηκαν, σχεδόν όλα, στο περιοδικό Βιβλιοθήκη του Λαού (1852, 1855), που γραφόταν εξ ολοκλήρου από τον ίδιο και απευθυνόταν (εις μάτην, βέβαια) στον αγράμματο, κατά κύριο λόγο, πληθυσμό της αγροτικής υπαίθρου. Γραμμένα χωρίς λογοτεχνική φιλοδοξία, τα διηγήματα αυτά προσφέρουν τις πιο αξιόπιστες μαρτυρίες που διαθέτουμε, από λογοτεχνικές πηγές της εποχής, για τη ζωή των λαϊκών στρωμάτων της αγροτικής υπαίθρου στις πρώτες δεκαετίες μετά την ίδρυση του ελληνικού κράτους. Το απόσπασμα που ακολουθεί εστιάζεται σε ένα περιστατικό στα χρόνια της επανάστασης για να αναδείξει τις ταξικές αντιθέσεις, τη διαφθορά και την άναρχη εμφύλια αγριότητα που επικρατούν στα ελληνικά μετόπισθεν. Το συγκεκριμένο κείμενο προσφέρει μια εξαιρετικά σπάνια -και γι' αυτό πολύτιμη- εκδοχή της εμπειρίας των επαναστατικών χρόνων: μια εκδοχή με χαρακτηριστικά μαρτυρίας, από την οποία απουσιάζει ο Τούρκος, ο ηρωισμός, ο αλτρουισμός, το δίκιο, αλλά και κάθε ίχνος εθνικής ιδεολογίας.

ΤΑΚΗΣ ΚΑΓΙΑΛΗΣ


Ο έμπορος Μάρκος
Αληθές διήγημα

...Τα ελληνικά στρατεύματα ενικήθησαν εις τα στενά, όπου εφύλαττον, διά να εμποδίσωσι την διάβασιν των εχθρών, και έφευγον προς την πρωτεύουσαν της επαρχίας, άλλοι μεν εξ εαυτών φροντίζοντες να διασώσωσι τας οικογενείας και περιουσίας των, άλλοι δε, όσοι δεν είχον τοιαύτας αιτίας, να αρπάσωσιν από τα εγκαταλειπόμενα πράγματα. Εισήρχοντο λοιπόν εις την πόλιν οι τελευταίοι ούτοι, παριστώντες τον κίνδυνον πολύ μεγαλήτερον από ό,τι πραγματικώς ήτο, με σκοπόν να βιάσωσει τρόπον τινά τους κατοίκους ν' απομακρυνθώσι το ταχύτερον, διά να λάβωσι πλειότερον καιρόν και μεγαλητέρας ευκολίας εις την διαρπαγήν. Ο Μάρκος είχεν ήδη κατορθώσει, ως προείπομεν, να μεταμορφώση τα πλειότερα αυτού εμπορεύματα εις μετρητά, τα οποία, διά να μη τα ριψοκινδυνεύση,[...] τα παρέδωκεν εις την σύζυγόν του, όλα εις χρυσά νομίσματα και την απέστειλεν ομού με τους αδελφούς αυτής και άλλους συγγενείς αυτού εις μέρος ασφαλέστερον∙ αυτός δε έμεινεν οπίσω, διά να λάβη και όσα εκ των εμπορευμάτων του δυνηθή∙ αλλ' αν και είχεν ήδη δύο φορτώματα δεμένα, εστάθη αδύνατον να εύρη ζώα, διά να τα φορτώση. Ήτο λοιπόν ανάγκη να περιμείνη, έως να επιστρέψωσι τα ζώα, αφού ήθελε μεταβή εις ασφαλές μέρος η σύζυγος αυτού∙ αλλ' οι κάτοικοι με όλας εν γένει τας οικογενείας είχον ήδη αναχωρήσει από την πόλιν, οι δε στρατιώται, οίτινες επερίμενον να ωφεληθώσιν από την διαρπαγήν, διέδιδον μίαν κατόπιν της άλλης ειδήσεις, ότι ο εχθρός προβαίνει και ότι επλησίασε, με σκοπόν, να εκφοβίσωσι και τους έτι μένοντας εις την πόλιν κατοίκους, προς φύλαξιν των πραγμάτων αυτών, διά να φύγωσι και ούτοι, και ούτως οι στρατιώται να διαρπάσωσι τα εγκαταλειπόμενα πράγματα [...] Μία σπείρα στρατιωτών είχε παρατηρήσει την σημαντικότητα των εμπορευμάτων του Μάρκου, και ετοποθετήθη πλησίον του μαγαζίου του, με σκοπόν να αρπάσει τα πράγματα, άμα ο Μάρκος απομακρυνθή. Αλλ' επειδή αι διαδιδόμεναι ειδήσεις δεν εκλόνισαν διόλου τον Μάρκον διά να απομακρυνθή, οι στρατιώται, στενοχωρούμενοι διά την βραδύτητα της φυγής αυτού, απεφάσισαν να διαρπάσωσι την περιουσίαν του, καίτοι παρόντος. Σχεδιάσαντες τον τρόπον, καθ' ον έμελλον να εκτελέσωσι τον σκοπόν των, επαρουσιάσθησαν πολλοί ομού εις το εμπορικόν του Μάρκου κατάστημα, και, διά να εύρωσιν αιτίαν διενέξεως μετά του Μάρκου, λέγει εις εκ των στρατιωτών αποτεινόμενος μεν προς τους συστρατιώτας, δεικνύων δε τον Μάρκον∙ "Ούτοι επήραν την φτώχεια εις τον λαιμόν των και τις ηξεύρει πόσοι μέλλουν να χαθώσι και να σκλαβωθώσι. Ψωμί δεν είχαν να στείλουν του στρατιώτη εις το ταμπούρι, ν' αποθάνη εκεί και να μην αφήση τον Τούρκον να διαβή∙ τώρα κύτταξε πόσα πράγματα έχουν εδώ, και τα φυλάττουν να έλθουν οι Τούρκοι να τα πάρουν". Κάθεται οπίσω τούτος, λέγει έτερος των στρατιωτών δεικνύων τον Μάρκον, και τα φυλάττει, διά να τα δώση εις τους Τούρκους και να προσκυνήση. Δεν τον βλέπτε ότι είναι Τουρκολάτρης, τσασίτης; Τι τον κοιτάζετε; είπε τρίτος τις, έτι ζωηρότερος των άλλων. Επερίμενον δε να αποκριθή τίποτε ο Μάρκος, και να λάβωσιν εξ αυτού αφορμήν να τον κτυπήσωσι, να τον εκφοβίσωσι και να φύγη, διά να λάβωσιν αυτοί τα πράγματα. Αλλ' ο Μάρκος, υποπτεύων τοιαύτην περίστασιν, είχε προμιλήσει με τον αρχηγόν αποσπάσματος τινός, μετά του οποίου είχε προλαβούσας σχέσεις, διά να τον υπερασπισθή εν ανάγκη, έμελλε δε να του εγκαταλείπη όλον το πράγμα του καταστήματος, αφού λάβη τα δύο φορτία, τα οποία ήσαν έτοιμα [...] Όταν λοιπόν εισήλθον εις το κατάστημα αυτού και ωμίλουν, ως προείπομεν, ο Μάρκος έκαμνεν ότι δεν ακούει, περιμένων την άφιξιν του φίλου του, όστις και αυτός ελαφυραγώγει αλλαχού. Όταν δε είδεν ερχόμενον τον φίλου του, "Αδελφοί (λέγει προς τους στρατιώτας), δεν με γνωρίζετε, φαίνεται. Εγώ ούτε δημογέρων είμαι, ούτε έφορος, ούτε φροντιστής. Εγώ κάμνω μόνον το έργον μου, και διά την τροφήν των στρατιωτών πληρώνω καθ' ημέραν εράνους. Έχω πολλά αποδεικτικά εις χείρας μου. Εύρετε εκείνους, οίτινες είναι οι πταίσται και ελάτε όλοι ομού να υπάγωμεν να τους παιδεύσωμεν. -Θέλετε να εβγάλετε την ουράν σας έξω (λέγει εις των στρατιωτών). Όλοι εσείς ένα το έχετε, και αφανίσατε τον κόσμον. Έμελλε να αποκριθή ο Μάρκος, όταν εις των στρατιωτών πλησιάζει εις αυτόν και του δίδει εν ράπισμα τοσούτον δυνατόν, ώστε ο Μάρκος εσπρώχθη ως τρία βήματα μακράν της θέσεως, την οποία κατείχε, και παρ' ολίγον να εξαπλωθή κατά γης. Εις την στιγμήν ταύτην έφθασε και ο φίλος του Μάρκου, και αμέσως εμβαίνει εις τον μέσον μεταξύ των στρατιωτών και του Μάρκου, τον οποίον περιεκύκλωσε διά των ιδίων αυτού στρατιωτών∙ αποτεινόμενος δε προς τους άλλους στρατιώτας∙ "Τι έχετε (λέγει) με τον εξάδελφόν μου; Τι σας έκαμε και θέλετε να τον κτυπήσετε; -Τι μας έκαμε; (λέγει εις εξ αυτών). Μας επεριφρόνησε, μας ύβρισεν, ότι αφήσαμεν το στρατόπεδον και εφύγαμεν, ενώ ημείς επερνούσαμεν από εδώ, και εμβήκαμεν μέσα διά να ιδώμεν. Τι είναι αυτά που λέγεις; (αποκρίνεται ο Μάρκος, αφού έλαβεν ολίγον θάρρος από την παρουσίαν του φίλου του). Δεν είναι εντροπή να λέγης τοιαύτα ψεύματα; Η λέξις "ψεύματα" εκίνησε τοσούτον την χολήν του προομιλήσαντος στρατιώτου, ώστε διά να ικανοποιήση την προσβληθείσαν υπόληψίν του, έβγαλε το σπαθί του και ετοιμάσθη να επιπέση κατά του Μάρκου. -Μη ταράζεσαι, λέγει με φωνήν βροντώδη ο φίλος του Μάρκου αποσπασματάρχης, και συγχρόνως έβγαλε και απέτεινε προς αυτόν την κομπούραν του, έκαμε δε συγχρόνως και νεύμα προς τους στρατιώτας του, διά να ήναι έτοιμοι να πυροβολήσωσιν, άμα αυτός προχωρήση [...] Όλοι εννόησαν τον κίνδυνον τούτον, και έσπευσαν και από αμφότερα τα αντικρουόμενα μέρη εις το να παραδεχθώσι την κατάπαυσιν της φιλονεικίας και την ειρηνικήν αναχώρησιν των πρώτων. Μόλις εξήλθον ούτοι του καταστήματος, και έφθασαν δύο υπηρέται του Μάρκου με δύο ζώα, έθεσαν επ' αυτά τα δύο έτοιμα φορτία, και ανεχώρησαν∙ εσυνωδεύθησαν δε και με τινας των στρατιωτών, έως να εξέλθωσι της πόλεως και ν' απομακρυνθώσιν από τον κίνδυνον της διαρπαγής και εκδικήσεως. Ο δε αποσπασματάρχης με τους λοιπούς, τα μεν βαρέα εκ των πραγμάτων έχωσεν εις την γην, τα δε ελαφρά τα διένειμεν εις τους στρατιώτας του, διά να τα μεταφέρωσιν εις τόπον ασφαλή, λαβών μέρος και αυτός ο ίδιος∙ εξήρχοντο δε από το άκρον της πόλεως όταν οι εχθροί εισήρχοντο από το άλλο άκρον εις αυτήν.



Κανένα λάβαρο δεν υψώθηκε στην Αγία Λαύρα

ΤΟΥ ΠΕΤΡΟΥ-ΙΩΣΗΦ ΣΤΑΝΓΚΑΝΕΛΛΗ

Ήδη ο Σπυρίδωνας Τρικούπης στην Ιστορία του κάνει λόγο για μια λανθασμένη πληροφορία, θύμα της οποίας έπεσε κι ο ίδιος κάποτε. Το τι μεσολάβησε και η «δόξα» του Παλαιών Πατρών Γερμανού όχι μόνο δεν «έδυσε ταις πρώταις ημέραις της επαναστάσεως» (1) αλλά ζει και βασιλεύει στις σχολικές απαγγελίες ποιημάτων και τους πανηγυρικούς της ημέρας, μας είναι άγνωστο στις λεπτομέρειές του. Η ιστορία της διάδοσης αυτής της φήμης και της συγκρότησής της ως ιστορικού γεγονότος μένει ακόμα να γραφτεί. Οι γραπτές μαρτυρίες, όπως για παράδειγμα τα άρθρα εφημερίδων ή τα σχολικά εγχειρίδια, μόνο εν μέρει θα μπορούσαν να φωτίσουν το σκοτάδι της άγνοιάς μας. Πάντως, αυτή η φήμη μάλλον θα ταίριαζε στα νοητικά σχήματα και τις παραστάσεις του τρεφόμενου με αγαθαγγελικές προφητείες (δηλαδή με φήμες, θαύματα, αναμενόμενες θεϊκές παρεμβάσεις στην ιστορία) αναλφάβητου αγροτικού πληθυσμού του νεότευκτου ελληνικού βασιλείου, παρά θα εξαναγκαζόταν να πιστέψει, κάποιες δεκαετίες μετά την ανεξαρτησία, μια συμβολική σύνδεση επανάστασης και εκκλησίας. Δηλαδή κράτους και εκκλησίας. Μήπως όμως πρόκειται για το αντίστροφο; Μήπως, δηλαδή, οι μεταγενέστεροι πίστεψαν (αλλά πότε;) στο συμβάν της Αγίας Λαύρας, στην ευλογία της επανάστασης από την εκκλησία, αφού πρώτα δύο τρανοί ιδεολογικοί μηχανισμοί ενωμένοι (σχολείο και εκκλησία) εις σάρκαν μίαν, διέδωσαν αυτό που (δεν) συνέβη στην Αγία Λαύρα, στηριζόμενοι σε μια προγενέστερη φήμη, για να νομιμοποιήσουν εκ των υστέρων, ιστορικά, την ένωσή τους; Σε μια υπόθεση εργασίας, μπορεί κανείς να συγκροτήσει ένα πεδίο καθορίζοντας έναν ορίζοντα προσδόκιμων απαντήσεων, προσπαθώντας, όσο αυτό είναι δυνατόν, διά της αποφυγής κοινών τόπων (αφού πρώτα τους αναγνωρίσει), να παραμείνει ανοιχτός, ακόμα και σε μη αναμενόμενες απαντήσεις.
Ο καθορισμός του πεδίου ίσως απαιτεί μια μετατόπιση: να ξεφύγουμε από ένα παλαιότερο σχήμα, προερχόμενο από την ιστορία των ιδεών, σύμφωνα με το οποίο οι σχέσεις μεταξύ κράτους και εκκλησίας (Οικουμενικού πατριαρχείου και ελλαδιτών ποιμένων) πρέπει να αναγνωστούν ως μια αντίθεση «Δύσης» και «Ανατολής», «δυτικών προτύπων» και «ορθόδοξης παράδοσης», «έθνους» και «γένους», «προοδευτικών δυτικόφιλων διαφωτιστών» και «συντηρητικών ρομαντικών», και να προσπαθήσουμε να εντάξουμε τη σχέση στο συγκεκριμένο πρόβλημα που είχε να επιλύσει ο Καποδίστριας, η Αντιβασιλεία ή ο Όθωνας, δηλαδή αυτό της συγκρότησης ενός νεωτερικού κράτους (θα προσθέταμε τον προσδιορισμό «δυτικού» ή «ευρωπαϊκού» τύπου, αν γνωρίζαμε κάποιο άλλου τύπου νεωτερικό κράτος...). Με αυτή τη μετατόπιση, δεν θα άλλαζαν μόνο τα εργαλεία ανάλυσης ή τα ερωτήματα, αλλά και το ίδιο το διακύβευμα της σύγκρουσης. Γιατί, με την ανακήρυξη του Αυτοκέφαλου το 1833, ο εκκλησιαστικός μηχανισμός «κρατικοποιείται» (αυτό είναι γνωστό και υπερτονισμένο), αλλά και το κράτος υπό μια έννοια «εκκλησιαστικοποιείται»: οι υπήκοοι του ελληνικού βασιλείου οφείλουν να είναι νομιμόφρονες πολίτες αλλά και πιστοί στην εκκλησία χριστιανοί. Η ελλαδική εκκλησία μπορεί να χάνει πολλά (και σε οικονομικό επίπεδο, κάτι που συχνά διαφεύγει της προσοχής μας) αλλά συνεχίζει, υπό άλλο καθεστώς, να κάνει κάτι που ξέρει καλά: ο τοπικός ιερέας εξουσιάζει σε πολλαπλά επίπεδα το ποίμνιό του και, φυσικά, έχει πρωταγωνιστικό ρόλο στην ιδεολογική διαμόρφωση των υπηκόων. Μεταξύ άλλων, μπορεί να μη διδάσκει απαραίτητα εντός του σχολείου αλλά (σύμφωνα με το νόμο) ελέγχει τους δασκάλους και διαμορφώνει την μεγάλη πλειοψηφία: αυτούς που δεν πηγαίνουν σχολείο.
Θα μπορούσαμε να ορίσουμε προκλητικά τη σύμπραξη κράτους και ελλαδικής εκκλησίας ως επωφελή και αναγκαία: για παράδειγμα, ποιον μηχανισμό θα μπορούσε να θέσει σε λειτουργία το «κεντρικό» κράτος για τη διάχυσή του, τη δικτύωση και νομιμοποίησή του στο τοπικό επίπεδο, για την άρση του τοπικισμού (που δεν είναι μόνο μια «φαντασιακή κοινότητα» αλλά και προνόμια, παραγωγικές σχέσεις, αυτοδιοίκητο), ως απαραίτητη προϋπόθεση της συγκρότησής του; Κι από την άλλη μεριά, ποια «συνέχεια» θα μπορούσε να διεκδικήσει μια εκκλησία αποσυντεθειμένη από την επαναστατική ανατροπή, παρά μια (διαφορετική) προνομιακή σχέση με τη (νέα) εξουσία; Τέτοια ερωτήματα δεν μπορούν να τεθούν (πόσο μάλλον να απαντηθούν) ούτε από μια παραδοσιακή ιστορία των ιδεών (και μια σύγχρονη ιστορία του «λόγου περί έθνους»), ούτε από μια παραδοσιακή ιστορία του κράτους, θεμελιωμένη σε μια εξαιρετικά περιορισμένη οριοθέτηση της έννοιας «κράτος».
Εδώ δεν μπορούμε παρά να εκθέσουμε πρόχειρα το περίγραμμα αυτής της διαπλεκόμενης και προβληματικής σχέσης, αλλά θα σημειώσουμε, με σχετική βεβαιότητα, ότι η «συνένωση» εκκλησίας και κράτους, όσον αφορά την παραγωγή ιδεολογίας, έχει ολοκληρωθεί την περίοδο της οργάνωσης της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης του ελληνικού βασιλείου (1834). Και δεν αναφερόμαστε μόνο στην εισαγωγή της διδασκαλίας του μαθήματος της «Κατήχησης κατά το Ανατολικόν δόγμα» και της «Ιεράς Ιστορίας» στα δημοτικά και ελληνικά σχολεία ή της «Ιστορικής και εξηγητικής Κατήχησης με παραδείγματα των υπομνηματιστών της Γραφής και των Πατέρων» στα Γυμνάσια, αλλά και στο περιεχόμενο του μαθήματος της Ιστορίας. Όπως γράφει χαρακτηριστικά ο Δ. Η. Κυριακόπουλος στην Επίτομον Ελληνικήν ιστορίαν για τα δημοτικά σχολεία: «[ο μαθητής πρέπει να] διδάσκεται συνάμα και τα κυριώτατα γεγονότα της εκκλησιαστικής ιστορίας, ήτις είναι στενότατα συνδεδεμένη μετά της εθνικής, ή μάλλον κατέστη και αυτή εθνική. Ούτω δε μανθάνη ν’ αγαπά την αγίαν του Χριστού θρησκείαν περισσότερον ως σωτείραν και της ψυχής και του έθνους».(2)
Ο ελληνικός λαός «εμπνεόμενος μόνον από την ιεράν θρησκείαν του, από τον άγιον υπέρ της ελευθερίας ενθουσιασμόν του, και από την ανάμνησιν των κατορθωμάτων των ενδόξων προγόνων του»(3) κατατρόπωσε τους Τούρκους: υπό μορφήν συνθήματος, σχεδόν, αυτό είναι το σχήμα της διδασκαλίας της ελληνικής επανάστασης, καθ’ όλη τη διάρκεια (αλλά και πέραν) του 19ου αιώνα. Σχήμα εξίσου ιστορικά αναληθές με την φήμη περί ύψωσης του λάβαρου της Αγίας Λαύρας, αλλά που επιτελεί ομοίως την ιδεολογική λειτουργία ενός θεσμού που παράγει νομοταγείς χριστιανούς υπηκόους, ενός νεωτερικού κράτους ιδεολογικά νομιμοποιημένου διά της «σύνθεσης» κλασσικής αρχαιότητας και ορθοδοξίας, αποτέλεσμα πραγματικών κοινωνικά αντίρροπων δυνάμεων, συγκρούσεων και συμβιβασμών.
Η ιδεολογία, ως γνωστόν, όταν παράγει υλικά αποτελέσματα είναι πιο συμπαγής κι από μια προκυμαία: πέρα από την (απαραίτητη) διάκριση αληθούς και ψευδούς ο ιστορικός οφείλει να ερευνά και να εκθέτει το πραγματικό που βρίσκεται στον πυρήνα κάθε (αναληθούς ή ανακριβούς) φήμης. Πόσο μάλλον στην περίπτωση της Αγίας Λαύρας, όπου διά του ψευδούς εξεικονίστηκε μια πραγματικότητα που μας αφορά ακόμα και σήμερα, και που συχνά διαψεύδει τις ελπίδες ενός γνωστού θύματος της εκκλησίας, του Εμμανουήλ Ροΐδη, πως «ο καιρός των θαυμάτων παρήλθε προ πολλού» κι ότι «ο ήλιος δεν σταματά πλέον».(4)

(1) Τρικούπης Σ., Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, έκδοσις τρίτη, επιθεωρηθείσα και επιδιορθωθείσα υπ’ αυτού του συγγραφέως, Α’ Αθήνα 1888, σ. 252, υποσημείωση 5, και σ. 16, υποσημείωση 7. [Πρώτη έκδοση: Λονδίνο 1853-1857, επανέκδοση της τρίτης, όπου και η αναφορά, με επιστημονική επιμέλεια του Β. Κρεμμυδά: Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων για τον Κοινοβουλευτισμό και τη Δημοκρατία, Αθήνα 2007].
(2) Κυριακόπουλος Δ.Η., Επίτομος ελληνική ιστορία από των αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι του νυν προς διδασκαλίαν εν τοις δημοτικοίς σχολείοις, Αθήνα, «Ο Παλαμήδης», 1879, σ. γ. Το απόσπασμα παρατίθεται από Κουλούρη Χ., Ιστορία και Γεωγραφία στα ελληνικά σχολεία (1834-1914). Γνωστικό αντικείμενο και ιδεολογικές προεκτάσεις, Ιστορικό Αρχείο Ελληνικής Νεολαίας - Γενική Γραμματεία Νέας Γενιάς, Αθήνα 1988, σ. 245.
(3) Αντωνιάδης Σ., Ιστορία της αρχαίας Ελλάδος συγγραφείσα μεν υπό του Άγγλου Θωμά Κείτλη... μεταφρασθείσα δε και εκδοθείσα υπό Σπυρίδωνος Αντωνιάδου, εκ της Τυπογραφίας Κ. Αντωνιάδου, 1850, σ. γ.
(4) Ροϊδης Ε., Η Πάπισσα Ιωάννα, στα Άπαντα (επιμέλεια Άλκη Αγγέλου), τ. Α’, Ερμής, Αθήνα 1978, σ. 75.

Ο Πέτρος-Ιωσήφ Στανγκανέλλης είναι ιστορικός



Η "Γυναίκα της Ζάκυθος": Ένα αφηγηματικό όριο

Αν πράγματι "ο δημιουργικός αγώνας του Σολωμού παρουσιάζει όλα τα χαρακτηριστικά ενός δράματος", όπως παρατήρησε ο Ζήσιμος Λορεντζάτος, και αν πράγματι αυτό το δράμα είναι η απαρχή και συγχρόνως κορύφωση της νεοελληνικής γλώσσας και λογοτεχνίας, τότε εξίσου είναι αληθές ότι με τη "Γυναίκα της Ζάκυθος" έχουμε επίσης την απαρχή και συγχρόνως την κορύφωση του δράματος της νεοελληνικής αφηγηματικότητας

ΤΟΥ ΣΤΕΦΑΝΟΥ ΡΟΖΑΝΗ

Η αφήγηση είναι το όριο της γραφής, ενώ διόλου δεν αποκλείεται το αντίθετο: η γραφή να είναι το όριο της αφήγησης. Σε κάθε περίπτωση, γραφή και αφήγηση επιβεβαιώνονται μέσα στην καταστατικότητά τους, δηλαδή μέσα στον κανόνα που εγκαθιδρύουν, συσσωματώνοντας την προφορικότητα με την εγγραματοσύνη, τη φωνή με το γραμμένο ύφος, το σύμβολο με το αποτυπωμένο ίχνος του. Η "Γυναίκα της Ζάκυθος" του Διονύσιου Σολωμού δημιούργησε πράγματι μια σε αυτό το συμφραζόμενο καταστατική αφήγηση, η οποία μολονότι δεν είναι απαλλαγμένη -το αντίθετο μάλιστα- από τις αντιξοότητες της αφήγησης και της γραφής, εισχώρησε εντούτοις μέσα στο αμφίσημο πεδίο της καταγραφής του ίχνους (ψυχικού, συναισθηματικού και ευρύτερα ιστορικού), εξαντλώντας τα όρια και θεσμοθετώντας τον αφηγητή (ιερομόναχο) ως κεντρικό χαρακτήρα μιας γραμμένης γλώσσας που δεν θα μπορούσε διαφορετικά να εγκαθιδρυθεί μέσα στην καταστατικότητα, δηλαδή μέσα στο ιδρυτικό παιχνίδι γλώσσας και λογοτεχνίας. Η "Γυναίκα της Ζάκυθος" είναι ένα άλμα στο κενό.
Αν πράγματι "ο δημιουργικός αγώνας του Σολωμού παρουσιάζει όλα τα χαρακτηριστικά ενός δράματος", όπως παρατήρησε ο Ζήσιμος Λορεντζάτος, και αν πράγματι αυτό το δράμα είναι η απαρχή και συγχρόνως κορύφωση της νεοελληνικής γλώσσας και λογοτεχνίας, τότε εξίσου είναι αληθές ότι με τη "Γυναίκα της Ζάκυθος" έχουμε επίσης την απαρχή και συγχρόνως την κορύφωση του δράματος της νεοελληνικής αφηγηματικότητας. Εδώ δοκιμάζονται επίσης τα όρια μεταξύ της αφήγησης και της γραφής, η εξανάσταση της γραφής και ταυτόχρονα η ανάδυση του αφήγησή ως ήρωα της γραφής, ως επιτηρητού του αποτυπωμένου ίχνους της προφορικότητας, η οποία προσχωρεί όχι άνευ όρων στη γραφή. Και αυτό είναι το δράμα κατ' εξοχήν: το άλμα στο κενό. Γράφω "όχι άνευ όρων", διότι η ιστορικότητα του συνεχούς το οποίο θα όφειλε να είχε επιβάλλει -όπως άλλωστε μέσα στην προρομαντική νεωτερικότητα επεχείρησε να επιβάλει- το συνεχές της αφήγησης, εδώ θρυμματίζεται. Η "Γυναίκα της Ζάκυθος" θεσμοθετεί τον εαυτό της και την αφήγηση ως εκτίναξη θραυσμάτων, ως κατάλυση του κανόνα της αφήγησης και ως απόσχιση και τραγική αποκόλληση πολύτιμων θραυσμάτων του ψυχικού, αλλά και ιστορικού τοπίου, εντός του οποίου η αφήγηση εντέλει εκτυλίσσεται.
Η καταστατικότητα της "Γυναίκας της Ζάκυθος" εδραιώνεται, λοιπόν, ως γλώσσα και γραφή μέσα στα νεοελληνικά μας με την ανοικειότητα και την παραδοξότητα μιας αφήγησης, η οποία αντιτίθεται -ή τουλάχιστον προσπαθεί να αντιτεθεί- στη γραφή της, καταδεικνύοντας κατ' αυτόν τον τρόπο όχι μόνο τα όριά της αλλά συγχρόνως και τα όρια της γραφής -και άρα της καταγραφής- εν γένει κυρίως ως προς την αφηγηματικότητα, η οποία μέσα στο δράμα της «Γυναίκας της Ζάκυθος» φαίνεται να νοσταλγεί, διά του ύφους και των τροπισμών της, την προφορική καταγωγική της περιοχή, και άρα το κενό που διανοίγεται, καθώς η αφήγηση γίνεται το όριο της γραφής και η γραφή γίνεται το όριο της γλώσσας, δηλαδή το όριο της αφήγησης.
Η προσφυγή, ή μάλλον η καταφυγή του Σολωμού στην αφήγηση δεν επιβάλλεται από κανένα αδιέξοδο -και υπήρξαν πολλά και οδυνηρά- των ποιητικών του εναισθήσεων και προβολών. Είναι μια προσφυγή-καταφυγή μετέωρη, παρόλο που η ρομαντική του θέαση τον ωθούσε εξακολουθητικά προς την ποιητικοποίηση της πρόζας και την αφηγηματοποίηση της ποίησης. Είναι μετέωρη, διότι προκύπτει αυθόρμητα από μια δυσκολία σχεδόν, αν όχι πλήρως, αξεπέραστη: τη δυσκολία της συντριβής των ορίων μεταξύ γλώσσας και γραφής, που στην ποίηση πιθανώς να υπερβαίνεται, τουλάχιστον ως έναν βαθμό, εξαιτίας της ελαστικότητας των ορίων που υποκρύπτουν οι ηχοεικόνες. Το βάσανο όμως της αφήγησης φωλιάζει δραματικά μέσα στη δημιουργική πρόθεση του Σολωμού, καθώς, για να θυμηθώ τον Μάριο Μαρκίδη, η ποίηση θυμάται αυτά που μόνο εκείνη μπορεί να θυμηθεί, ενώ η αφήγηση είναι η αδιέξοδη αναμέτρηση (ο χαρακτήρας του δράματος) του ίχνους με τη γραφή του, όχι μέσα στην ελευθερία -την οποιαδήποτε ελευθερία- της ποιητικής ανάμνησης, αλλά μέσα στον καταναγκασμό που το ίχνος το ψυχικό επιβάλλει προκειμένου να θραύσει τη γραφή του, να ξεφύγει από αυτήν να συσσωματωθεί καταγωγικά με την προφορικότητα και τον αφηγητή της.
Εδώ, μια ηρωική δημιουργική πρόθεση αναφαίνεται από την πλευρά του Σολωμού, μια οδυνηρή αλήθεια, ένα σχέδιο και μια προοπτική, που διαφορετικά θα όφειλαν να βυθισθούν στη σιωπή. Είναι άλλωστε αυτή η ηρωική δημιουργική πρόθεση που "κατασκευάζει" τη "Γυναίκα της Ζάκυθος", ή που την επινοεί ως κορύφωση των δημιουργικών του stimuli μέσα στον μορφοποιητικό του αγώνα και τη μορφολογική του αγωνία. Δεν πρόκειται για τη δυσκολία της γλώσσας, ή δεν πρόκειται μόνο γι' αυτήν. Πρόκειται κυρίως για τη δυσκολία της μορφής, των μορφοποιητικών εν δυνάμει, του διαλόγου μεταξύ της προφορικότητας της αφήγησης και της γραφής της, που στη "Γυναίκα της Ζάκυθος" λαμβάνει μια μεταφυσική διάσταση, ένα δέος μεταφυσικό, με την έννοια του εγχειρήματος της υπέρβασης του μη υπερβάσιμου. Chiudi nella tua anima la Crecia (o altra cosa). "Αυτό το 'altra cosa'", έγραφε ο Λορεντζάτος, "μπορώ να το πάρω και να το κάνω ό,τι θέλω". Το altra cosa στη "Γυναίκα της Ζάκυθος" μετεωρίζεται ανάμεσα στην εθνική αφήγηση και στο ψυχικό ίχνος: κλυδωνίζεται, αφαιρώντας από την εθνική αφήγηση τον εθνικό της χαρακτήρα και προσθέτοντας με δραματικό τρόπο την αναπόφευκτη θραυσματικότητα του ψυχικού ίχνους στα ακρότατα όρια του αφηγηματικού.

Ο Στέφανος Ροζάνης διδάσκει Φιλοσοφία των Μέσων στο Πάντειο Πανεπιστήμιο



1821


Αφιέρωμα, μέρος Β΄

Διαδρομές εθνικού προσδιορισμού
επιμέλεια: ΜΑΡΘΑ ΠΥΛΙΑ

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ
ΤΗΣ ΚΑΤΑ ΤΗΝ 25 ΜΑΡΤΙΟΥ 1838 ΤΕΛΕΤΗΣ,
ΕΠΕΤΕΙΟΝ ΗΜΕΡΑΝ
ΤΗΣ ΕΘΝΙΚΗΣ ΕΟΡΤΗΣ
ΤΟΥ ΥΠΕΡ ΤΗΣ ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΙΑΣ
ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ ΑΓΩΝΟΣ.
1. ΤΗΝ 25 Μαρτίου (6 Απριλ.) κατά την ανατολήν του ηλίου θέλουν ριφθή 25 κανονοβολισμοί, εις δε την πόλιν θέλει παίξει η στρατιωτική μουσική εωθινά άσματα.
2. Περί την 8 ώραν το πρωί θέλουν μεταβή όλα τα στρατεύματα της φρουράς ένοπλα εις τας προσδιορισθησομένας επί τούτω θέσεις.
3. Την 9 ώραν θέλουν παρευρεθή εις τον Ναόν της Αγίας Ειρήνης, όπου θέλει ψαλή δοξολογία:
α. Αι Α.Α. Μ.Μ. ο Βασιλεύς και η Βασίλισσα.
β. Οι Γραμματείς της Επικρατείας.
γ. Το Συμβούλιον της Επικρατείας.
δ. Η Ιερά Σύνοδος.
ε. Ο Άρειος Πάγος.
στ. Το Ελεγκτικόν Συνέδριον.
ζ. Ο Πρύτανις και οι Καθηγηταί του Πανεπιστημίου.
η. Ο Πρόεδρος, ο Εισαγγελεύς και τα μέλη των εν Αθήναις Εφετών.
θ. Ο Γενικός Ταμίας.
ι. Ο Διοικητής Αττικής.
ια. Ο Ανώτερος Φρούραρχος Αθηνών, και οι εν τη πρωτευούση ευρισκόμενοι ανώτεροι αξιωματικοί ξηράς και θαλάσσης.
ιβ. Οι Υπουργικοί Σύμβουλοι, Πάρεδροι και λοιποί υπάλληλοι των Γραμματειών.
ιγ. Ο πρόεδρος, ο Εισαγγελεύς και τα μέλη των εν Αθήναις Πρωτοδικών.
ιδ. Ο Πρόεδρος της επιτροπής του Εκκλησιαστικού Ταμείου, και ο Εκκλησιαστικός Ταμίας.
ιε. Ο Γενικός Διευθυντής των Ταχυδρομείων.
ις. Ο Διευθυντής της Βασιλ. Τυπογραφίας και Λιθογραφίας.
ιζ. Ο Δήμαρχος Αθηνών μετά του Προέδρου και των μελών του Δημοτικού Συμβουλίου.
4. Τα στρατεύματα θέλουν παραταχθή κατά διπλήν σειράν περί τον Ναόν.
5. Τελουμένης της δοξολογίας θέλουν ριφθή 25 κανονοβολισμοί.
6. Περί την μεσημβρίαν τα εν τω λιμένι Πειραιώς ευρισκόμενα Βασιλικά πλοία έχοντα αναπετταμένας τας σημαίας των θέλουν χαιρετήσει με κανονοβολισμούς.
7. Εις την δύσιν του ηλίου θέλουν ριφθή 25 κανονοβολισμοί.
8. Το εσπέρας θέλει παίξει εις την πόλιν η στρατιωτική μουσική.




«Ο Χριστιανισμός νέα πατρίς διά την Ελλάδα»

Την 25η Μαρτίου 1838, ακολουθώντας τα πιο πρόσφατα ευρωπαϊκά πρότυπα, ο Όθωνας και οι κυρίαρχες δυνάμεις, θα καλέσουν τον «ενδεδυμένον την Νεοελληνικήν στολήν του» Λαό να συνεορτάσει τη διπλή γιορτή, μαζί με τους εκπροσώπους των κρατικών μηχανισμών


ΤΗΣ ΑΓΓΕΛΙΚΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΑΚΟΠΟΥΛΟΥ

Το επίσημο δίγλωσσο Πρόγραμμα της «επετείου ημέρας της εθνικής εορτής» αποτυπώνει την πολιτική απόφαση της οθωνικής εξουσίας να εορτάσει την έναρξη της Επανάστασης μαζί με τη γιορτή του Ευαγγελισμού, στη βάση μιας λειτουργικής για τη μοναρχία ιδεολογικής κατασκευής. Η παραπάνω επιλογή εγκαινιάζει μια σειρά από τις γνωστές αυθαιρεσίες της εθνικής ιστοριογραφίας, τις οποίες θα επιχειρήσουν να νομιμοποιήσουν οι Σπ. Ζαμπέλιος και Κ. Παπαρρηγόπουλος. 
Το Πρόγραμμα της εθνικής εορτής, ως επίσημο ντοκουμέντο, θα μας απασχολήσει εδώ ως δείγμα κρατικής πρακτικής ιδεολογίας. Ακολουθώντας δηλαδή τα πιο πρόσφατα ευρωπαϊκά πρότυπα, ο Όθωνας και οι κυρίαρχες δυνάμεις, θα καλέσουν τον «ενδεδυμένον την Νεοελληνικήν στολήν του» Λαόν να συνεορτάσει τη διπλή γιορτή, μαζί με τους εκπροσώπους των κρατικών μηχανισμών, υπό τους ήχους κανονιοβολισμών και στρατιωτικής μουσικής και με δοξολογία στη μητρόπολη. Αυτή η νέα επίσημη τελετουργία μπορούσε να συνεισφέρει σε μια διττή κοινωνική λειτουργία: Να συμβάλει στη νομιμοποίηση της πρόσφατα συντεταγμένης σε εθνική βάση πολιτείας, και στη διαμόρφωση μιας πιο σφιχτά ομογενοποιημένης κοινωνίας. Ταυτόχρονα, να εμπεδώσει μια τελεολογική αντίληψη, σύμφωνα με την οποία το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον συγκροτούν φάσεις του αδιάλειπτου εθνικού βίου, του οποίου «πηγαί» αποτελούν ο Ελληνισμός και ο Χριστιανισμός.
Οι πρακτικές του κράτους στην περίπτωσή μας προηγούνται της θεωρητικής σύνθεσης την οποία αναλαμβάνουν να επιτελέσουν κάποιοι διανοούμενοι: Ακριβώς, υποβαθμίζοντας το γεωγραφικό και κοινωνικό κατακερματισμό του αρχαίου κόσμου και αναπαριστώντας την ασυμφιλίωτη αντίθεση του αρχαίου πολίτη με τον υπήκοο του απολυταρχικού Βυζαντίου ως «φυσικήν της εθνικής ημών ιστορίας ολομέλειαν», ο θεωρητικός της ελληνικής «ιστοριονομίας» Σπ. Ζαμπέλιος έρχεται να γεφυρώσει, στο πεδίο της ιδεολογίας, την αρχαιότητα με το Βυζάντιο, ώστε να αναβαθμιστεί ο Χριστιανισμός ως «νέα πατρίς διά την Ελλάδα» και ταυτόχρονα να «επισταθή (η μέση εποχή) εις την [...] περίβλεπτον θέσιν, όπου την εγκατασταίνει ο Χριστιανισμός» (Άσματα Δημοτικά της Ελλάδος εκδοθέντα μετά μελέτης Ιστορικής περί Μεσαιωνικού Ελληνισμού, Κέρκυρα, 1852, σ. 13-14, 64, 16). Αναζητώντας επιπλέον απάντηση στο ερώτημα «Πώς ανεφύη το αίσθημα της πολιτικής απελευθερώσεως; [...] είναι προϊόν εσχάτως εισαχθέν παρ’ ημίν, ή είναι κτήμα πατροπαράδοτον;» (σ. 20-21), μεταμορφώνει ή καλύτερα ακυρώνει τις νεοτερικές αλλαγές που επιτελούνταν τότε σ’ ολόκληρη την Ευρώπη, εστιάζοντας στους «παλαιούς επιστήθιους φίλους», την Εκκλησία και τον, «προθύμως καθυποτασσόμενον» στον «εθνοπαράγωγον κλήρον», δήμο. Εξειδικεύοντας, τέλος, στο παρόν του γράφει: «Ο Λαός τη ώρα ταύτη παριστάνει το ενεστώς και το μέλλον της κοινωνίας απέναντι τριών διαφόρων όψεων του παρελθόντος. [...]το βλέμμα εις τα πρόσω από του όπισθεν στρέφων, διασκοπεύει πέρα μεσαιώνος την γην της κληρονομίας του, οραματίζεται πόρρω νυκτός τον όρθρον του Ευαγγελισμού». (Βυζαντιναί μελέται Περί πηγών νεοελληνικής εθνότητος, Αθήνα 1857, σ.693).
Η θρησκευτική νοηματοδότηση της εθνικής εορτής, συμπίπτει με την αναβαθμισμένη συμμετοχή της Εκκλησίας ως θεσμού στο ελληνικό βασίλειο: Στο πλαίσιο της διττής –κοσμική και θρησκευτική– σημασιοδότησης του εορτασμού, ο κοσμικός χαρακτήρας της Επανάστασης χάνει την αποκλειστικότητά του και περιστέλλεται, για λόγους που σχετίζονται, όπως είναι γνωστό, κυρίως με τη δημιουργία αυτοκέφαλης Εκκλησίας της Ελλάδος ή, αλλιώς, με τη δυσκολία αποκοπής του ομφάλιου λώρου από το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως. Ταυτόχρονα, το δικαίωμα της (ανα)παράστασης του κορυφαίου γεγονότος της νεοελληνικής ιστορίας εκχωρείται από το κράτος εν μέρει στο θεσμό της Εκκλησίας, με έναν επιπλέον στόχο. Η κατακύρωση των νεοτερικών πολιτικών θεσμών «υπό τους οιωνούς της θρησκείας» μπορούσε να συσπειρώσει ευρύτερα στρώματα πληθυσμού, τους αγρότες που εξακολουθούσαν να βιώνουν τη νέα κατάσταση ως υπήκοοι, δηλαδή με τους θεοκρατικούς/μοναρχικούς όρους της οθωμανικής κυριαρχίας, όπως και κάποιες κοινωνικές δυνάμεις, που ενταγμένες πριν στον οθωμανικό μηχανισμό δυσφορούσαν στην επιβολή πολιτικών νεοτερισμών. Η ιεροποίηση όμως της εθνικής ζωής αποχτούσε μια ευρύτερη κοινωνική λειτουργία, αν σκεφτούμε ότι οι κυρίαρχες ελληνικές δυνάμεις βρίσκονταν σε οικονομική ανασφάλεια και είχαν αντιφατικές και αμφιβόλου ριζοσπαστικότητας αντιλήψεις περί ισοπολιτείας και εθνικής ανεξαρτησίας απέναντι στις Μεγάλες δυνάμεις –κοινωνικοπολιτικές προϋποθέσεις που ευνοούν την αυξημένη ιδεολογικοποίηση της ζωής του κράτους.
Αντίστροφα, μέσα από τη διττή σημασιοδότηση της γιορτής, και ο θεσμός της Εκκλησίας ενισχύεται ανάλογα. Μετά τους κοινωνικούς και ιδεολογικούς κλυδωνισμούς, πριν και κατά την Επανάσταση, η Εκκλησία, θεσμός ζυμωμένος για αιώνες μέσα στις εξουσιαστικές σχέσεις της Βυζαντινής και της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, καταφέρνει να αναδυθεί και μέσα από το νεότευκτο εθνικό κράτος αναβαπτισμένη και ενισχυμένη. Έκτοτε, η σύμφυρση δύο φαινομενικά αντιφατικών πρακτικών ιδεολογιών –της κοσμικότητας και της θεοκρατίας– δείχνει, εκτός από την ήδη εδραιωμένη στους χρόνους της σκλαβιάς ισχύ του θεσμού της Εκκλησίας, τη νέα κοινωνική λειτουργία της Ορθοδοξίας, ως συνδετικού κρίκου ανάμεσα στους πολίτες –«ιδιοποίησις» και «συναφομοίωσις» όλων των εθνικών «συστατικών στοιχείων» και των «τελεσιουργών δυνάμεων», τα οποία «ενδεικνύουσι της μηχανής την εσωτερικήν συναρμογήν». Στη βάση, τέλος, της ιδεαλιστικής και τελεολογικής συλλογιστικής του, ο Ζαμπέλιος προβάλλει το Ευαγγέλιο και το ναό της Αγίας Σοφίας ως δείκτες για «την οροθεσίαν της Νεοελληνικής εθνότητος» (1852, σ. 66). Πρόκειται για μια, θρησκευτικά προσδιορισμένη, γεωπολιτική διατύπωση της ελληνικής ιδεατής επικράτειας, ό,τι δηλαδή έχει κιόλας διατυπωθεί στο ελληνικό κοινοβούλιο ως «μεγάλη ιδέα».
Οι παραπάνω βέβαια πτυχές αφορούν αφενός στη συγκυρία του 1838 και αφετέρου στην πρώιμη φάση της συγκρότησης της εθνικής ιδεολογίας. Τι γίνεται όμως με τη σημερινή δυνατότητά μας να κατανοήσουμε το ’21 με τους όρους των ζωντανών τότε ανθρώπων, όταν η κοινωνική λειτουργία της ιστορικής γνώσης μετασχηματίζεται μπροστά στα μάτια μας, αποποιούμενη όχι απλώς το νομιμοποιητικό εθνικό της στόχο –συλλογιστική ενάντια στην οποία ασκήθηκε πειστική κριτική από τη Νέα ιστορία τον 20ό αι.– αλλά και τον κριτικό λόγο απέναντι στις πολυποίκιλες εξουσίες που αναλαμβάνουν σήμερα να τη διαχειριστούν;
Μια βαλβίδα ασφαλείας για τον εν εγρηγόρσει ιστορικό είναι η διερεύνηση των κοινωνικών και ιδιαίτερα των εξουσιαστικών σχέσεων σε κάθε ιστορικό φαινόμενο. Ειδικότερα η Επανάσταση, ως επεισόδιο της «Ευρώπης των εθνικοτήτων» και ως γενέθλια διαδικασία του ίδιου του ελληνικού κράτους, εκτός από πεδίο ιστορικής έρευνας, μπορεί να λειτουργήσει βοηθητικά, χωρίς τους συνήθεις αναχρονισμούς, και για την κριτική και των σημερινών διεθνοποιημένων διακυβευμάτων των μετασχηματιζόμενων εθνικών κρατών. Μ’ άλλα λόγια, πέρα από τα ψευδοδιλήμματα της εθνικής ιστοριογραφίας, περί αντικειμενικότητας του ιστορικού, αλλά και πέρα από το σχετικισμό που εμφιλοχωρεί σε σύγχρονες μελέτες, η γνώση για την Επανάσταση του ’21 δεν μπορεί να νοηθεί ξεκομμένη από την κριτική του παρόντος και της παραγόμενης σήμερα μνήμης. Κι αυτό γιατί η ιστορ(ιογραφ)ία, τουλάχιστον γι’ αυτούς που δεν συμφωνούν με το μετασχηματισμό της σε μια μνήμη «αυτοπροσδιοριζόμενων» ατόμων ή μιας οποιασδήποτε virtual reality, έχει νόημα μόνο ως κοινωνική και κριτική γνώση για το παρόν και το παρελθόν συνάμα.

Η Αγγελική Κωνσταντακοπούλου διδάσκει Βαλκανική Ιστορία στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων




Η αυτοκριτική ενός οθωμανού και η αυτοπροσωπογραφία «ενός Έλληνα», του Μακρυγιάννη

«Τα σπίτια των ρεαγιάδων της Ρούμελης τα έκαναν φωλιές τους οι κουκουβάγιες και τα κοράκια». Το χειρόγραφο ενός οθωμανού μοραΐτη για το τέλος της αυτοκρατορίας, και η αρχή του μύθου του Μακρυγιάννη στις Δοκιμές του Σεφέρη

ΤΗΣ ΜΑΡΘΑΣ ΠΥΛΙΑ


Μέσα στον ενθουσιασμό των εορτασμών της 25ης Μαρτίου και της δαιμονοποίησης του αντίπαλου, παρέμεινε αθέατη μέχρι σήμερα η αυστηρή κριτική οθωμανών αξιωματούχων απέναντι στη δική τους διοίκηση, που ήδη από το τέλος του 18ου αιώνα ένιωθε τους σπασμούς της επερχόμενης διάλυσης. Αποτυχημένες προσπάθειες μεταρρύθμισης, αιματηρές στάσεις, δολοφονικές ίντριγκες, τραγική πολιτική και οικονομική αστάθεια, ακόμη πιο τραγική καταχρέωση των φορολογούμενων, αποδυνάμωση της κεντρικής εξουσίας, χυδαίοι χρηματισμοί, είναι μερικά από τα χαρακτηριστικά του κλίματος της ύστερης εποχής της οθωμανικής αυτοκρατορίας, εκείνης που οδήγησε στην πτώση της. Με πληγωμένο γόητρο και με επιχείρημα τις αρχές της μουσουλμανικής δικαιοσύνης, τίμιοι οθωμανοί αξιωματούχοι καταγγέλουν τις καταχρήσεις, υποστηρίζουν το δίκιο του «φτωχού ραγιά», και «προφητεύουν» το τέλος.
Ο Γιώργος Σεφέρης, σε ένα από τα πιο διάσημα κείμενα της νεοελληνικής γραμματείας -αυτό που επέβαλε στο πανελλήνιο τα Απομνημονεύματα του Μακρυγιάννη-, παραθέτει ένα σχετικό απόσπασμα: Είναι ο λόγος ενός οθωμανού Μπέη στην Άρτα, δοσμένος με την απλοϊκή, τραχιά γλώσσα του Μακρυγιάννη. Όμως, αυτό το παράθεμα δεν γνώρισε την καθολική διάδοση των υπόλοιπων. Ίσως επειδή, όπως γράφει ο Άλκης Αγγέλου, «κατά κανόνα γενικό, οι λόγοι πείθουν εκείνους που είναι από πριν σύμφωνοι με τα λεγόμενα».
- «Πασάδες και μπέηδες, θα χαθούμε! Θα χαθούμε! ...Ότι ετούτος ο πόλεμος δεν είναι μήτε με το Μόσκοβο, μήτε με τον Εγγλέζο, μήτε με τον Φραντζέζο. Αδικήσαμε το ραγιά και από πλούτη και από τιμή και τον αφανίσαμε. Και μαύρισαν τα μάτια του και μας σήκωσε ντουφέκι. Κι ο Σουλτάνος το γομάρι δεν ξέρει τι του γίνεται∙ τον γελάνε εκείνοι που τον τρογυρίζουν»,(Δοκιμές, τ. 1ος, 7η έκδοση, Αθήνα, 1999, σ. 257).
Δεν είναι του παρόντος να επεκταθώ στο απομνημόνευμα του Μακρυγιάννη. Όμως, επειδή αναζητώντας τον απόηχο της αυτοκριτικής των οθωμανών στα νεολληνικά κείμενα ξανασυνάντησα τον «Έλληνα Μακρυγιάννη» του Σεφέρη, οφείλω να πω ότι βρισκόμαστε μπροστά σε μια άλλη προσφυή κατασκευή της νεοελληνικής ιστορικής μνήμης. Ο Σεφέρης, στην Αίγυπτο του ’42, παρέδωσε στον νεοέλληνα διά του Μακρυγιάννη μια ωραιοποιημένη, κυρίαρχη μέχρι και σήμερα, εικόνα του εαυτού του: αυτοδημιούργητος, αδικημένος, φτωχός, αγράμματος και γενναίος.
Στο σχήμα της προσωπικότητας του Μακρυγιάννη, που με επιλεγμένα αποσπάσματα στοιχειοθετεί, αλλά και σε αυτό το ίδιο το απομνημόνευμα, δεν υπάρχει χώρος για την παρουσία του διαφορετικού και του «άλλου»• είτε πρόκειται για αλλοεθνή, είτε για διαφορετική γνώμη. Στο σχήμα του Σεφέρη λείπουν, ανάμεσα στις γραμμές που παραθέτει, εκείνες που μαρτυρούν την ενσωμάτωση του Μακρυγιάννη στο προεπαναστατικό καθεστώς εκμετάλλευσης του «φτωχού ραγιά»:
Γνωρίστηκα μ’ όλους αυτούς και με τους προεστούς των χωριών. Ζήτησα από αυτούς τους προεστούς και εμπόρους ένα δάνειον και με δάνεισαν πέντ’ έξι χιλιάδες γρόσια• είχα και εγώ ως τότε καπετάλι είκοσι τέσσερα γρόσια, τα προστοίχισα [δάνεισα] εις τους χωργιάτες και έπιασα βρώμη τον χειμώνα, να την λάβω εις τ’ αλώνια. Την πιάνω τέσσερα γρόσια το ξάι, την σύναξα εις τ’ αλώνια (και ήταν έλλειψη) και την πουλώ δεκάξι. Την άλλη χρονιά τον χειμώνα τα πιάνω αραποσίτι από έντεκα γρόσια το ξάι• το συνάζω εις τ’ αλώνια, το πουλώ εις την Άρτα τριάντα τρία. Ότ΄ ήταν πανούκλα εις την Άρτα και ήταν έλλειψη το ψωμί. Τότε έφκιασα ντουφέκι ασημένιον, πιστιόλες και άρματα και ένα καντήλι καλό» (Μακρυγιάννη Απομνημονεύματα, σχόλια Σπ. Ασδραχά, Αθήνα 1957, σ. 19, 20).
Μετά τα Ορλωφικά και πριν τη γαλλική επανάσταση, το 1785, ο Σουλεϊμάν Πενάχ Εφέντη, καλλιεργημένος αξιωματούχος του Μοριά, με τα δικά του φτωχά εργαλεία γράφει ένα ειλικρινές κείμενο για το χάλι της αυτοκρατορίας στην Πελοπόννησο: Περιγράφει τα Ορλωφικά, που τα έζησε, και καταγράφει τις απόψεις του για τις υποχρεώσεις της διοίκησης. Ως νομιμόφρων και θεοσεβούμενος, βλέπει, μέσα από το κάτοπτρο της ισλαμικής δικαιοσύνης, το τέλος της αυτοκρατορίας να πλησιάζει, αν και του διαφεύγει η ραγδαία ανάπτυξη που έφεραν στη Δύση οι ανακαλύψεις των νέων χωρών και η ανατολή του Ευρωπαϊκού διαφωτισμού.
Περιχαρακωμένος στο απελπιστικά αύταρκες σύστημα της οθωμανικής νομιμότητας, στον κλειστό κόσμο της αυτοκρατορίας, υπερασπίζεται ένα παρελθόν ήδη νεκρό. Καταγγέλλει τη λεηλατική εισπρακτική πολιτική, ενώ αποδίδει εν μέρει, την αλυσίδα καταχρέωσης των αγροτών, στη χλιδή και την άφρονα υπερκατανάλωση των αρχόντων. Στηλιτεύει επανειλημμένα την «τυράγνια» και τη διαφθορά και κατηγορεί για καταχρήσεις τους τοπικούς άρχοντες, χριστιανούς και μουσουλμάνους.
Το κοινό στοιχείο, ανάμεσα στον μοραΐτη Μπέη και τον Μακρυγιάννη είναι η αναγγελία του τέλους της αυτοκρατορίας. Το άλλο κοινό είναι ο τοκισμός και η καταχρέωση∙ μόνο που ο Μακρυγιάννης, στην οθωμανική Ρούμελη, δανειστής και ο ίδιος, καυχιέται για τα πολλαπλάσια κέρδη του. Τα παραθέματα από τον Πενάχ Εφέντη που ακολουθούν, όπως και αυτά από τον Μακρυγιάννη που προηγήθηκαν, για μια ακόμη φορά αποδεικνύουν πως η εικόνα που η νεοελληνική κυρίαρχη ιδεολογία έχει επιφυλάξει στον εαυτό της και τον «άλλο» είναι τραγικά αποσπασματική και παραποιημένη. Δηλαδή, δεν έχει ακόμα ξεχωρίσει τι αποκαθήλωσε με την επανάσταση και πώς το αντικατέστησε.
- «Τα σπίτια των ρεαγιάδων της Ρούμελης [η γη των Ρωμιών, δηλαδή το ευρωπαϊκό τμήμα της αυτοκρατορίας] τα έκαναν φωλιές τους οι κουκουβάγιες και τα κοράκια. Εάν τύχει και ξεσπάσει πόλεμος, δεν έχει απομείνει χάλι και δύναμη του ρεαγιά για να υπηρετήσει το Υψηλό Κράτος. Επίσης, οι τοκογλύφοι με υψηλό τοκογλυφικό τόκο και με ανατοκισμό έχουν καταστρέψει τους καζάδες και τα χωριά και σ’ αυτό το βαθμό έχουν καταστήσει τους ρεαγιάδες οφειλέτες, ώστε δεν έχουν τη δύναμη να εξοφλήσουν τα χρέη τους. Για να λυτρωθούν από την τυράγνια και τις καταπιέσεις των τυράννων, απ΄ όπου βρίσκουν άσπρα χρεώνονται αμέσως.[…] Να απειληθούν με υψηλό φερμάνι και τα μεμονωμένα άτομα στο χωριό και στον καζά για να μην δίνουν στους ρεαγιάδες δανεικά ούτε άσπρο. Αν έρθουν δικαστικές αποφάσεις και αιτήσεις των κατοίκων που θα λένε να δοθούν, να μην εισακουστούν, γιατί θα είναι δουλειά των τυράννων. Καθότι οι χώρες φεύγουν από το χέρι μας και δεν σφάλλω ποσώς στα φτωχά μου λόγια, αυτή είναι η πλήρης αλήθεια.
[…]Η εξήγηση στο τυχόν ερώτημα, κατά το οποίο πώς ενώ από τον περασμένο χρόνο όλοι οι ρεαγιάδες δραπετεύουν με τις οικογένειές τους και εφόσον δραπέτευσαν τόσοι ρεαγιάδες τα έσοδα των τζιζγιέ [κεφαλικός φόρος] δεν είναι λειψά, είναι πως οι τζιζγιεντάρηδες φόρτωσαν και θύμιασαν το έλλειμμα στους υπόλοιπους ρεαγιάδες που απέμειναν και θυμιάζοντάς τους μπορούν να τους παίρνουν τα άσπρα του τζιζγιέ, ώστε να μη φαίνεται το έλλειμμα, αλλά χρόνο με το χρόνο η σκλαβιά των ρεαγιάδων γίνεται μεγαλύτερη. Και ο ύψιστος βοηθός». [Νεοκλής Σαρρής, Προεπαναστατική Ελλάδα και Οσμανικό Κράτος, από το χειρόγραφο του Σουλεϊμάν Πενάχ Εφέντη του Μοραΐτη (1785), Αθήνα 1993, σ. 321, 322)]
Κλείνοντας, θα πρέπει να σημειώσω, πως αν η τραγική συνθήκη της κατοχής δικαιολογεί, ίσως, συγκυριακά τους λόγους που είχε ο Σεφέρης για να προτείνει, με τη γνωστή ανάγνωσή του, τα Απομνημονεύματα του Μακρυγιάννη, η μετέπειτα αποθέωση του κειμένου δεν έχει κανένα άλλοθι.



Νίκου Εγγονόπουλου: Ο όρκος των Φιλικών

H επιδίωξη της ελευθερίας είναι αφετηρία και κίνητρο για κάθε επαναστατική πράξη, όχι μόνο στο χώρο της ιστορίας αλλά και στο χώρο της τέχνης

Libertà v o c a n t a n d o, ch’è si cara
Come sa chi per lei vita rifiuta.
DANTE
(motto στον Ύμνο εις την Ελευθερίαν του Διονυσίου Σολωμού)

ΤΟΥ ΜΙΧΑΛΗ ΑΝΘΗ

Όλα τα επαναστατικά κινήματα (εθνικά, κοινωνικά, πολιτικά ή καλλιτεχνικά) έθεταν ως στόχο την κατάκτηση ή τη διεύρυνση των ορίων της ελευθερίας. Σταθερά ζητούμενα, σε κάθε περίπτωση, υπήρξαν η διεκδίκησή της, η απαλλαγή από κάθε μορφή υποδούλωσης, η αποτίναξη των δεσμεύσεων, η ρήξη, η ανατροπή μιας κατεστημένης τάξης και δημιουργία μιας καινούργιας πραγματικότητας. Μέσα από αυτή την καθαρά επαναστατική οπτική (την κατάκτηση της ελευθερίας ως διαρκές αίτημα) προσεγγίζει την έννοια της ιστορίας ο υπερρεαλιστής ποιητής και ζωγράφος Νίκος Εγγονόπουλος. Ο Εγγονόπουλος μιλάει για το παρόν, σκύβοντας και αντλώντας στοιχεία από το πρόσφατο αλλά και το απώτερο παρελθόν. Τα ιστορικά πρόσωπα στο έργο του, τα πρόσωπα που πρωτοστάτησαν και ενσάρκωσαν επαναστατικούς ρόλους, γίνονται προσωπεία που υποστασιοποιούν το δικό του, επαναστατικό, υπερρεαλιστικό όραμα. Η συνωμοτική σύμπραξη, η μύηση στο όραμα της επανάστασης του ‘21, για παράδειγμα, βρίσκουν αντιστοιχίες με τη δική του πορεία, την αισθητική, την ιδεολογία και τη στράτευση στο κίνημα του υπερρεαλισμού.
Σημαντικός αριθμός ζωγραφικών έργων του Εγγονόπουλου αναφέρεται στην Επανάσταση του ‘21 και περιλαμβάνει προσωπογραφίες αγωνιστών ή ευρύτερες συνθέσεις. Από τα έργα αυτά ξεχωρίζουν, για λόγους εικαστικούς και ιστορικούς, δύο πίνακες, οι οποίοι αναπαριστούν μια τελετή μύησης στη Φιλική Εταιρία. Ο πρώτος έχει τίτλο Ο όρκος (των Φιλικών) (1952) ή Οι συνωμότες και είναι ελαιογραφία σε μουσαμά.
Έχει ενδιαφέρον να σχολιάσουμε ορισμένες σχεδιαστικές λεπτομέρειες. Αρχικά, θα παρατηρήσουμε ότι πρόκειται για μια τελετή μύησης σε κάποια μυστική οργάνωση (Φιλική Εταιρία), η οποία έχει ήδη περατωθεί. Στον πίνακα παριστάνονται έξι μορφές, τρεις άντρες γυμνοί και τρεις ενδεδυμένοι. Στην αριστερή πλευρά κυριαρχεί η φιγούρα γυμνού άνδρα, που παρίσταται καθισμένος, δαφνοστεφής, φέρων επί στήθους και εγκαρσίως γαλάζια κορδέλα που συγκρατεί γυμνό σπαθί, η θήκη του οποίου βρίσκεται στο ξύλινο δάπεδο και κάτω από το σταυρωμένο του πόδι. Η καθισμένη στάση του άνδρα συμβολίζει και την ιδιαίτερη θέση που κατέχει στην ιεραρχία της μυστικής οργάνωσης. Όρθιος μπροστά του βρίσκεται ο μυούμενος, ο προσήλυτος, νέος με μακριά κόμη, γυμνός και αυτός, ο οποίος τείνει σε χειραψία το δεξί του χέρι σε άλλο άνδρα, ενδεδυμένο με στρατιωτική στολή, ενώ με το αριστερό του χέρι κρατά ευμεγέθη, μονής αιχμής και μινωικού τύπου πέλεκυ, ιερό σύμβολο ιερής θυσίας, δύναμης και δικαιοσύνης. Δίπλα ακριβώς στο νεαρό άνδρα βρίσκεται η τρίτη γυμνή μορφή με δυτικίζον καπέλο (απ’ αυτά με τα οποία ο Εγγονόπουλος συνήθιζε να παριστάνει σε άλλες συνθέσεις το θεό Ερμή) και περιδέραιο, ενώ με το δεξί χέρι κρατά τη λαβή ενός ξίφους και με το αριστερό τη θήκη του. Η κίνηση του χεριού είναι κίνηση επαναφοράς του ξίφους στη θήκη του, λεπτομέρεια που αποκαλύπτει τη συμβολική χρήση του στη διαδικασία της μύησης.
Από τους ενδεδυμένους ξεχωρίζει η μορφή που φέρει στρατιωτική στολή αξιωματικού του αγγλικού στρατού, πιθανόν Έλληνα στρατιωτικού, από την περίοδο της Aγγλοκρατίας στα Επτάνησα. Η δεύτερη ενδεδυμένη μορφή, ακριβώς δίπλα στην προηγούμενη, φέρει στολή οπλαρχηγού της ελληνικής επανάστασης. Στην πίσω δεξιά πλευρά του πίνακα βρίσκεται η τρίτη ενδεδυμένη μορφή, ο ιερέας. Ο ιερέας μαζί με την οπλαρχηγό έχουν υψωμένο το δεξί χέρι προς τον ουρανό, δείχνοντας προς τον Θεό, και με το δείκτη τεταμένο στο σχήμα του όρκου. Πρέπει εδώ να προσθέσουμε ότι ο καθισμένος άνδρας έχει και αυτός το δεξί του χέρι τεταμένο σε οριζόντια θέση και με το δείκτη να δείχνει προς το στήθος, την καρδιά του νεαρού άνδρα. Στην κάτω αριστερή γωνία του πίνακα βρίσκονται δύο αγγεία, τα «αγγεία του μυστηρίου», που χρησιμοποιήθηκαν στην τελετή της μύησης. Το πρώτο ως στάμνα ή αρχαία ελληνική υδρία για το νερό και το άλλο ως φιάλη για το λάδι, τα δύο υλικά δηλαδή που χρησιμοποιήθηκαν στη βάπτιση-μύηση του νεαρού άνδρα. Οι ενδείξεις δεν είναι αρκετές για να ταυτίσουμε τις μορφές του πίνακα με συγκεκριμένα πρόσωπα της επανάστασης. Τέλος, πρέπει να προσθέσουμε ότι η τελετή πραγματοποιείται επί σκηνής, με το χώρο να τέμνεται σε δύο επίπεδα, ένα εσωτερικό, το χώρο της μύησης, και ένα εξωτερικό, από το οποίο προβάλλει ελληνικό τοπίο (λόφος πάνω στον οποίο δεσπόζει αρχαίος ναός). Η τομή παριστάνεται με χαμηλό τοίχο, από την αριστερή πλευρά προς το κέντρο του πίνακα, και κόκκινη κουρτίνα στη δεξιά. Ενδιαφέρουσα λεπτομέρεια, με πολλούς όμως συμβολισμούς, αποτελεί και το γαλάζιο δαχτυλίδι που φέρουν στο δεξί τους χέρι και οι έξι μορφές, το οποίο προφανώς συμβολίζει τον ιερό δεσμό τους.
Ο δεύτερος πίνακας έχει τίτλο Όρκος Φιλικού (1960-1970) και αναπαριστά επίσης μια τελετή μύησης στη Φιλική Εταιρία. Στον πίνακα (προσχέδιο) δεσπόζουν δύο όρθιες μορφές, ο μυητής ιερέας και ο μυούμενος. Ο πρώτος κρατά με τα δυο του χέρια το «εφοδιαστικόν», το πιστοποιητικό της μύησης στη Φιλική Εταιρία. Στο κέντρο του παριστάνεται σταυροειδές σχήμα (σταυρός με τριγωνικές αιχμές) εγγεγραμμένο σε κύκλο. Στην κορυφή του κύκλου αριστερά και δεξιά βρίσκονται δύο λογχοφόρες σημαίες, με τα ακροτελεύτια ΉΕΛ η μία και ΉΘΣ η άλλη, δηλαδή το σύνθημα (Ή ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ Ή ΘΑΝΑΤΟΣ). Κάτω από τον κύκλο και το σταυρό βρίσκεται το πλαίσιο με τον ιερό δεσμό, με δύο διαγωνίως τεμνόμενες σπαθοειδείς στήλες. Στη δεξιά πλευρά του πίνακα βλέπουμε τον μυούμενο να ορκίζεται έχοντας ακουμπισμένο το δεξί του χέρι στο Ευαγγέλιο, ενώ το αριστερό είναι υψωμένο με τον δείκτη τεταμένο προς τον ουρανό και στο σχήμα του όρκου. Ο μυούμενος είναι ενδεδυμένος με δυτική ή φαναριώτικη ενδυμασία. Ο μυητής είναι ντυμένος με ελληνική, μάλλον ναυτική ενδυμασία. Στο πάτωμα είναι τοποθετημένα δύο γεωμετρικά σχήματα, ένας κώνος και ένας κύκλος, γνωστά ελευθεροτεκτονικά σύμβολα. Από το μικρό παράθυρο (εν είδει φεγγίτη) καταλαβαίνουμε ότι πρόκειται και χώρο κλειστό, απομονωμένο, μυστικό, προσαρμοσμένο στο πνεύμα του συνωμοτισμού. Από τα παραπάνω διαπιστώνουμε ότι ο Εγγονόπουλος γοητεύοταν ιδιαίτερα από το συνωμοτισμό και τη μυστικότητα που διέκρινε την επαναστατική της δράση της Φιλικής Εταιρίας. Είναι γνωστό ότι ο εταιρισμός της Φιλικής προέκυπτε από εμπειρίες εξωοθωμανικές, με μεγάλες επιρροές και διασυνδέσεις από τον ευρωπαϊκό τεκτονισμό και τον ιταλικό καρμποναρισμό.
Το ερώτημα που τίθεται είναι κατά πόσον ο Εγγονόπουλος είναι κοντά στην ιστορική αλήθεια. Αν ανατρέξουμε στη βιβλιογραφία (Τάσος Βουρνάς, Ι. Κ. Μαζαράκης-Αινιάν), θα διαπιστώσουμε ότι ο Εγγονόπουλος είχε αρκετές γνώσεις για το τελετουργικό της μύησης στη Φιλική Εταιρία, στους πίνακες όμως κινείται με μια σχετική ελευθερία. Όπως μας πληροφορούν οι παραπάνω συγγραφείς, η οργανωτική διάρθρωση της Φιλικής στηριζόταν πάνω στα πρότυπα του ευρωπαϊκού εταιριστικού συνωμοτισμού, που εκπροσωπούνταν από τους Καρμπονάρους και τους Τέκτονες. Κύρια όργανα της Φιλικής ήταν τα μεσαία στελέχη, που στη συνθηματική γλώσσα της οργάνωσης ονομάζονταν Ιερείς. Αυτοί είχαν δικαίωμα να κατηχούν στους σκοπούς της οργάνωσης Έλληνες πατριώτες και να τους δίνουν το βαθμό των Αδελφοποιητών ή Βλάμηδων (όσοι ήταν αγράμματοι) και των Συστημένων (εκείνοι που γνώριζαν γράμματα). Τον ανώτερο βαθμό του Ποιμένα μόνο η «Αόρατος Αρχή» της Εταιρίας μπορούσε να τον απονείμει, και σε ανθρώπους μάλιστα με εξαιρετικά πνευματικά, διοικητικά και οργανωτικά προσόντα. Τα «εφοδιαστικά» των Φιλικών ήταν είδος μυστικής ταυτότητας των μελών της Φιλικής Εταιρίας, όπου καταγράφονταν με κρυπτογραφικό τρόπο τα στοιχεία, ο βαθμός του μέλους και η χρονολογία μύησης. Η ορκωμοσία γινόταν στο Ευαγγέλιο. Ο δόκιμος, γονυπετής στο ένα πόδι, κρατούσε ένα μικρό κερί με το ένα χέρι και ορκιζόταν με το άλλο. Ύστερα, πρόσφερε ένα χρηματικό ποσό με το αφιερωτικό του γράμμα, που έφερε επάνω όλα τα κρυπτογραφικά του στοιχεία, με τα οποία στο εξής θα αναγνωριζόταν και θα επικοινωνούσε με την Αρχή. Στη συνέχεια, ο κατηχητής έδινε στο νέο Φιλικό το «εφοδιαστικό». Για την πρώτη βαθμίδα, τους Αδελφοποιητούς, το «εφοδιαστικό» ήταν ένα χαρτί που είχε σχεδιασμένο ένα σταυρό, και για τους Συστημένους ένα σταυρό μέσα σε κλάδους δάφνης πάνω σε ανεστραμμένη ημισέληνο. Για τους Ιερείς, την ανώτερη βαθμίδα, το «εφοδιαστικό» έφερε παράσταση με σταυρό ανάμεσα σε κλάδους ελαίας, τον ιερό δεσμό με τις 16 στήλες (όσα και τα μέλη της διοικούσας αρχής της Εταιρίας μετά το 1820) και τις δύο λογχοφόρες σημαίες με τα ακροτελεύτια γράμματα ΉΕΛ-ΉΘΣ. Το σύνολο από τις δεκαέξι ενωμένες στήλες στηρίζεται χιαστί, γεγονός που παραπέμπει στον «ιερό δεσμό» της Εταιρίας. Από τις τελευταίες λεπτομέρειες συμπεραίνουμε ότι το «εφοδιαστικό» που ζωγραφίζει ο Εγγονόπουλος ανήκει στη βαθμίδα των Ιερέων.
Το θέμα των πινάκων που παρουσιάσαμε ήταν ο όρκος μύησης στη Φιλική Εταιρία. Ο όρκος, όμως, με τον επαναστατικό του συμβολισμό, και όλο το κλίμα του εταιρισμού και συνωμοτισμού, πιστεύουμε ότι υπάρχει και στην ποιητική σύνθεση του Εγγονόπουλου Μπολιβάρ. Στο δεύτερο μέρος του ποιήματος, με την «στροφή», την «αντιστροφή» και την «επωδό», ο ποιητής υμνεί τις επαναστατικές ιδέες που ενέπνευσαν όλους εκείνους που αγωνίστηκαν για την ελευθερία της Eλλάδας το 1821 και τις τοποθετεί σε ένα συγχρονικό πλαίσιο γραφής (Κατοχή και Αντίσταση). Oι στίχοι, κατά τη γνώμη μας στο σύνολό τους, εκφράζουν μια αισιόδοξη επαναστατική προοπτική και διαγράφουν ταυτόχρονα την ιδεολογική και αισθητική αντίληψη για την ελευθερία του ποιητή Nίκου Eγγονόπουλου:

α ν τ ι σ τ ρ ο φ ή

(t h e l o v e o f l i b e r t y b r o u g h t u s h e r e)

τ’ άροτρα στων φοινικιών τις ρίζες
κι’ ο ήλιος
που λαμπρός ανατέλλει
σε τρόπαι’ ανάμεσα
και πουλιά
και κοντάρια
θ’ αναγγείλη ως εκεί που κυλάει το δάκρυ
και το παίρνει ο αέρας στης
θαλάσσης
τα βάθη
τον φριχτότατον όρκο
το φρικτότερο σκότος
το φριχτό παραμύθι:
Liberdad

Στις Σημειώσεις που βρίσκονται στο τέλος του ποιήματος ο Εγγονόπουλος μας πληροφορεί ότι η «αντιστροφή» είναι μια λεπτομερής περιγραφή του Θυρεού της Λιβερίας, μιας χώρας που ιδρύθηκε το δέκατο ένατο αιώνα από απελεύθερους σκλάβους προερχόμενους από τις ΗΠΑ. Αρχικά, θα παρατηρήσουμε ότι η επιλογή του ονόματος της Λιβερίας δεν είναι τυχαία: LIBERIA σημαίνει ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ και προέρχεται από το λατινικό Libero> Liber>Liberty, Libertad. Στο κάτω μέρος του Θυρεού, και γραμμένο πάνω σε περγαμηνή, βρίσκεται το εθνικό ρητό της χώρας: “ t h e l o v e o f l i b e r t y b r o u g h t u s h e r e”, δηλαδή, “Η αγάπη για την ελευθερία μας έφερε στο μέρος αυτό”. Ο Εγγονόπουλος πιστεύουμε ότι δανείζεται τη φράση αυτή και την τοποθετεί σ’ ένα παρεμφερές, όχι όμως αυτούσιο νοηματικό πλαίσιο. Η φράση θα μπορούσε να ακουστεί σε κάποια μυστική συνάντηση μιας εταιριστικής, συνωμοτικής οργάνωσης που μάχονταν για την ελευθερία (ΕΑΜ-Κατοχή ή Φιλική Εταιρία-Επανάσταση του ‘21). Με αυτή την έννοια, και ο όρκος στην "αντιστροφή" συνδέεται με τον ιερό όρκο των Φιλικών. Είναι ο «φριχτότατος όρκος» που έδιναν οι μυημένοι αγωνιστές για την ελευθερία της πατρίδας. Στο τελευταίο μέρος του όρκου των Φιλικών αναφέρονται τα εξής:
«Ορκίζομαι εις σε, ω ιερά (πλην τρισαθλία) πατρίς μου! Ορκίζομαι εις τας πολυχρονίους βασάνους σου... Η θεία δικαιοσύνη ας εξαντλήσει επί της κεφαλής μου όλους τους κεραυνούς της, το όνομά μου να είναι εις αποστροφήν και το υποκείμενόν μου το αντικείμενον της κατάρας και του αναθέματος των ομογενών μου, αν ίσως λησμονήσω εις μίαν στιγμήν τας δυστυχίας των, και δεν εκπληρώσω το χρέος μου. Tέλος ο θάνατός μου ας είναι η άφευκτος τιμωρία του αμαρτήματός μου, διά να μη μολύνω την αγιότητα της Εταιρίας με την συμμετοχήν μου».
Ο «φριχτός» όρκος στον Μπολιβάρ πιθανόν να έχει και μυθική καταγωγή (Ησίοδος, Θεογονία, στ. 388-403). Είναι ο γνωστός μύθος για τον όρκο που έδωσαν οι θεοί μπροστά στα φοβερά «στύγεια ύδατα», όταν τους κάλεσε ο Δίας να αγωνιστούν μαζί του εναντίον των Τιτάνων. Εκεί, πάνω στα ύδατα της μυθικής Ωκεανίδας, οι θεοί έδωσαν τον φοβερότερο όρκο τους. Αν τον παρέβαιναν, φρικτή δεκάχρονη τιμωρία περίμενε τον επίορκο.
Η παρουσία της Ελευθερίας, προς την οποία ορκίζονταν οι συνωμότες-αγωνιστές, όλοι εκείνοι που συμμετείχαν σε μυστικές οργανώσεις, είτε στην προεπαναστατική Ελλάδα είτε κατά τη διάρκεια της Κατοχής και της Αντίστασης, λανθάνει στους τελευταίους στίχους της «αντιστροφής»: «τον φριχτότατον όρκο/ το φρικτότερο σκότος/ το φρικτό παραμύθι». Η κρυπτικότητα της γραφής στην περίπτωση αυτή εξυπηρετεί τις ποιητικές προθέσεις, καθώς οι λέξεις, με τον τρόπο που χρησιμοποιούνται, παράγουν έναν άλλο λόγο, δίνουν στα συμφραζόμενα τη διάσταση που έχει στο νου του ο ίδιος ο ποιητής. Ο Δ. Μπαγέρης παρατηρεί: “Ας ξανασκεφτούμε πως το ποίημα Μπολιβάρ γράφεται κατά τη διάρκεια της Κατοχής και ας διαβάσουμε την ‘αντιστροφή’ με την ομόηχο αγγλική λέξη ‘free’ εις αντικατάστασιν της ελληνικής συλλαβής ‘φρι’”. Στα δύσκολα χρόνια της Κατοχής, αυτό το κρυπτογραφικό παιχνίδι ήταν κι ένας τρόπος να μιλήσει ο ποιητής για έννοιες υψηλές, για ιδανικά υψηλά και επικίνδυνα. Τη σύνδεση, τέλος, της «αντιστροφής» με το συνωμοτικό πνεύμα του ευρωπαϊκού και ελληνικού εταιρισμού του δέκατου ένατου αιώνα, υποδεικνύει και το δοξαστικό πνεύμα της «Ε π ω δ ο ύ» που ψάλλεται από χ ο ρ ό ε λ ε υ θ ε ρ ο τ ε κ τ ό ν ω ν.


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ (Επιλογή)

1.Τάσος Βουρνάς, Φιλική Εταιρία, Εκδόσεις «20ός αιώνας», Αθήνα 1959.
2.Ι. Κ. Μαζαράκης-Αινιάν, Η Φιλική Εταιρία, Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, Αθήνα 2007.
3.Βασίλης Παναγιωτόπουλος, Η εμφάνιση της σύγχρονης πολιτικής σκέψης στη Νεότερη Ελλάδα, Τα Ιστορικά, Ιούνιος 1989.
4.Iωάννης Φιλήμων, Δοκίμιον Iστορικόν περί της Φιλικής Eταιρίας, Nαύπλιον 1834.
5.Δημήτρης Βλαχοδήμος, Διαβάζοντας το παρελθόν στον Εγγονόπουλο, Αθήνα, Ίνδικτος 2006.
6.Δημήτρης Παγέρης, «Ο Freeχτότατος όρκος του Νίκου Εγγονόπουλου. Η αγάπη για την ελευθερία μας έφερε εδώ», Προθήκη 28, Μάιος 2005.

Ο Μιχάλης Κ. Άνθης είναι διδάκτωρ Φιλολογίας και διδάσκει στην Ιωνίδειο Σχολή Πειραιά



Λεζάντες
Νίκος Εγγονόπουλος, Ο όρκος (των Φιλικών), 1952, λάδι σε μουσαμά, 92 x 73 εκ., Δημοτική Πινακοθήκη Ρόδου

Νίκος Εγγονόπουλος, Όρκος Φιλικού, 1960-1970, κάρβουνο και μολύβι σε χαρτί, 57 x 42 εκ., Μικρή Πινακοθήκη Κομοτηνής

Εφοδιαστικό ιερέως της Φιλικής Εταιρίας. «Φέρει σταυρόν περιβαλλόμενον από κλάδους ελαίας και εκατέρωθεν δύο λογχοφόρους σημαίας με τα ακροτελεύτια γράμματα Ή Ελευθερία-Ή Θάνατος και τον ιερό δεσμό των 16 της Εταιρίας». Στο κάτω μέρος η «αναγνώρισις» είναι γραμμένη με μυστικό κώδικα και διαβάζεται με τη βοήθεια της σκυτάλης



Η Εφημερίς των Κυριών, της Καλλιρρόης Παρρέν, και η εθνική ιδεολογία

Ο εορτασμός της 25ης Μαρτίου, στη Μητρόπολη και το Λαύριο, το 1890


ΤΗΣ ΖΙΖΗΣ ΣΑΛΙΜΠΑ

Βρισκόμαστε στην εποχή που η Αθήνα, η πρωτεύουσα του νεοελληνικού κράτους, ακολουθεί το παράδειγμα των μεγάλων ευρωπαϊκών πόλεων, με τη διοργάνωση εκδηλώσεων και τελετών που αποτυπώνουν τη συμμετοχή των πολιτών στη διαδικασία ενός κοινωνικού και οικονομικού μετασχηματισμού. Οι εκδηλώσεις αυτές στην Αθήνα λαμβάνουν πολιτικό χαρακτήρα και αποτελούν αντικείμενο πολιτικών αντιπαραθέσεων ανάμεσα στα δύο μεγάλα κόμματα, το τρικουπικό και το δηλιγιαννικό. Οι μεγαλοπρεπείς τελετές, που προσφέρει ο Χαρίλαος Τρικούπης, όπως ο εορτασμός των 50 χρόνων από την ίδρυση του Πανεπιστήμιου, οι εμπορικές εκθέσεις στο Ζάπειο, οι απόκριες, οι εκδηλώσεις για τους αρραβώνες του διαδόχου Κωνσταντίνου με την πριγκίπισσα Σοφία και αργότερα το τριήμερο εκδηλώσεων για τους γάμους τους, που έγιναν με την παρουσία των εστεμμένων της Ευρώπης, εντείνουν μια διχοτομία ανάμεσα στα αστικά στρώματα της πόλης, που ακολουθούν τα ευρωπαϊκά πρότυπα, και στα λαϊκά στρώματα, που εμφανίζονται στο δημόσιο και στον πολιτικό λόγο ως να κρατούν τα «εθνικά νήματα». 
Τη διχοτομία αυτή την ενισχύουν οι δύο μεγάλες πολιτικές παρατάξεις. Η δηλιγιαννική αντιπολίτευση όχι μόνο προπαγανδίζει την αποχή του λαού από τις εορτές που οργάνωνε ο Τρικούπης αλλά αντιτάσσει τις δικές της εκδηλώσεις. Στις εορτές του Τρικούπη φαίνεται ότι επιτυγχάνεται μια όσμωση των αστικών στρωμάτων της πόλης, με τη συμμετοχή και την παρουσία των άρτι αφιχθέντων ομογενών και της εγχώριας αστικής τάξης που τροφοδοτεί με υψηλές θέσεις είτε τον κρατικό μηχανισμό είτε υπογραμμίζει την παρουσία της σε επαγγέλματα που προσδίδουν κοινωνικό κύρος. Στον εορτασμό των αποκριών του 1888 από τον Τρικούπη οι δηλιγιαννικοί αντέταξαν τον εορτασμό της λησμονημένης επετείου της 25ης Μαρτίου.
Στο περιοδικό Εφημερίς των Κυριών, το πρώτο έντυπο που συντάσσεται αποκλειστικά από γυναίκες και αποτελεί το πεδίο διαμόρφωσης μιας συλλογικής κοινωνικής ταυτότητας για τη χειραφέτησή τους, ο εορτασμός της 25ης Μαρτίου 1890 είναι το εφαλτήριο για την ανάδειξη του ρόλου τους ως θεματοφύλακα των εθνικών παραδόσεων. To περιοδικό πλαισιώνει ένας πυρήνας από γυναίκες, που προέρχεται κυρίως από τον χώρο της εκπαίδευσης, με επικεφαλής την εκδότρια και δημοσιογράφο Καλλιρρόη Παρρέν.
Ο εορτασμός σχολιάζεται με δύο ξεχωριστά άρθρα∙ το πρώτο αφορά την επίσημη τελετή από την Κυβέρνηση του Τρικούπη, που γίνεται στην Αθήνα, ενώ το δεύτερο την εορτή που οργανώνει μια δασκάλα 140 μαθητών στο δημοτικό σχολείο του Λαυρίου. Τα άρθρα αυτά σηματοδοτούν την εισβολή των γυναικών στο δημόσιο χώρο, με τη διατύπωσης μιας ιδεολογίας με τα χαρακτηριστικά του νέου ελληνικού εθνισμού. Η περιγραφή της επίσημης τελετής αποδίδεται με καυστικά σχόλια για την εξουσία και τους εκπροσώπους της όπως: οι μερικές εκατοντάδες «νυσταλέων στρατιωτών» που παρατάσσονται στην οδό Ερμού και οι επίσημοι που «χασμώνται» κατά τη διάρκεια της δοξολογίας στη Μητρόπολη. Παράλληλα, στηλιτεύεται το πλουτοκρατικό πνεύμα και ο «ψυχοκτόνος υλισμός», με τους φραγκοφορεμένους απογόνους των ηρώων του Αγώνα, που ανήκουν στην «επίλεκτον τάξιν» και δαπανούν χιλιάδες δραχμές για μια χοροεσπερίδα, χωρίς να αποδίδουν, την ημέρα της εθνικής επετείου, «την αίγλη εθνικής εξεγέρσεως, εθνικού ενθουσιασμού, εθνικής αγάπης και αφοσιώσεως». Όσον αφορά στην ενδυμασία, ας σημειωθεί ότι από τις στήλες του περιοδικού οι γυναίκες δίνουν μάχη για την καθιέρωση της «εθνικής στολής» ως επίσημης ενδυμασίας στις εορτές και τελετές, ενώ παράλληλα εκφράζουν την αποτροπή τους, γιατί μόνο στις απόκριες οι άνθρωποι ως μεταμφιεσμένοι φορούν την εθνική φορεσιά. Ειδικά για τις γυναίκες, με τον όρο «εθνική στολή ή ελληνικόν εθνικόν ένδυμα» η Εφημερίς των Κυριών δεν αναφέρεται στην τοπική φορεσιά, που διαφέρει από περιοχή σε περιοχή, αλλά σε μια τροποποιημένη, ύμφωνα με το δυτικό συρμό, «ενιαία στολή», που καθιερώθηκε από τις βασίλισσες Αμαλία, Όλγα, Σοφία. Το 1889, ένα χρόνο πριν από τις αναφερόμενες εκδηλώσεις για την 25η Μαρτίου, η «εθνική στολή» ήταν το επιβεβλημένο ένδυμα για τις γυναίκες που παρίσταντο στους γάμους του διαδόχου Κωνσταντίνου με τη Σοφία. Η στολή αυτή δεν ανασυρόταν από το πατροπαράδοτο μπαούλο αλλά κατασκευαζόταν αντί παραγγελίας σε εργαστήριο. Αποτελείτο από μετάξινο και βελούδινο ύφασμα και είχε χρυσά ποικίλματα από το χέρι ελληνοράφτη και φυσικά κόστιζε μια περιουσία.
Για τους συμμετέχοντες στον επίσημο εορτασμό της 25ης Μαρτίου, το άρθρο τονίζει την αντίθεση που υπάρχει ανάμεσα σε αυτούς οι οποίοι «προσκυνούσι το χρυσίον και λατρεύουσιν εαυτούς» και στους προγόνους τους, οι οποίοι «επροσκύνουν τον Θεόν και ελάτρευον την πατρίδα». Εδώ διατυπώνεται μια άποψη που είχε απήχηση όχι μόνο στα λαϊκά στρώματα αλλά και σε αυτά που στηρίζουν τη δημοσιοϋπαλληλία. Υπάρχει μια δυσφορία ενός μεγάλου τμήματος του πληθυσμού, απέναντι στην εισβολή των χρυσοκάνθαρων και το κυνήγι του ιδιωτικού πλούτου, που συσχετίζεται με τη διάδοση νέων καταναλωτικών προτύπων και την υποχώρηση των εθνικών παραδόσεων. Το άρθρο καταλήγει με ένα ευχολόγιο, για την ανάκτηση της πίστης και της ελπίδας για την ολοκλήρωση του «μεγαλοπρεπούς έργου» που ξεκίνησαν οι αγωνιστές της Επανάστασης.
Αντίθετα, στο δεύτερο άρθρο επαινείται η πρωτοβουλία της διευθύντριας και μοναδικής δασκάλας στο δημοτικό σχολείο του Λαυρίου, για τη διοργάνωση εορτής για την εθνική επέτειο της 25ης Μαρτίου. Η μορφή της δασκάλας-παιδαγωγού, που αναλαμβάνει να εμπνεύσει στους μαθητές της όχι μόνο τον πόθο για μάθηση αλλά και το όραμα μιας Μεγάλης Ελλάδας, που θα μεταλαμπάδευε τον ελληνικό πολιτισμό στην Ανατολή, αποτελεί ένα σύμβολο των γυναικών που μάχονται μέσα από τις σελίδες του περιοδικού για την ανάδειξη του ρόλου των γυναικών στην αναγέννηση του έθνους. Η περιγραφή του εορτασμού ενέχει μια συναισθηματική φόρτιση και χαρακτηρίζεται από ιδιαίτερη γλαφυρότητα. Τα 140 παιδιά πηγαίνουν με τη δασκάλα τους να παρακολουθήσουν το πρωί τη δοξολογία, φέροντας εθνόσημα στο στήθος, τα οποία η ίδια έχει κατασκευάσει. Το μεσημέρι, μαθητές και προσκεκλημένοι εορτάζουν με άσματα, με απαγγελίες ποιημάτων και διαλόγους για την Επανάσταση του ‘21, την Καταστροφή των Ψαρών και τους εθνικούς ήρωες. Ο εορτασμός λήγει με ομιλία της δασκάλας, με θέμα την ιστορία της Ελλάδας, από την ίδρυση της Κωνσταντινουπόλεως μέχρι την Επανάσταση του 1821. Η συντάκτης του άρθρου παροτρύνει και εύχεται το παράδειγμα αυτό της δασκάλας να το μιμηθούν στο μέλλον «οι απανταχού συνάδελφοί» της. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι στο άρθρο η γυναίκα–παιδαγωγός και τα παιδιά-μαθητές των λαϊκών τάξεων υποκαθιστούν, ως οι πλέον αρμόδιοι θεματοφύλακες της ιστορίας του ελληνικού έθνους, την κυβερνητική εξουσία.
Τα δύο άρθρα, για τον επίσημο εορτασμό στην Αθήνα, όπου κυριαρχεί η αντίληψη ενός «αστικού εγωισμού», και για το λαϊκό εορτασμό στην εργατούπολη του Λαυρίου, αποτελούν δυο χαρακτηριστικές ενδείξεις μιας ιδεολογίας που αντιπαραθέτει το ατομικό και την επιδίωξη του ατομικού πλούτου έναντι του συλλογικού, που λαμβάνει την έννοια του εθνικού και πατριωτικού και εκπροσωπείται από το λαό.
Από την πλευρά τους, οι γυναίκες του περιοδικού νομιμοποιούν την ύπαρξή τους στο δημόσιο χώρο μέσω της συμμετοχής τους στο όραμα για την υλοποίηση της Μεγάλης ιδέας και την εθνική αναγέννηση. Η Επανάσταση του 1821, οι ήρωες και οι ηρωίδες του Αγώνα για την ανεξαρτησία, που προβάλλονται πολλές φορές από τις σελίδες του περιοδικού, ενσαρκώνουν τα ιδεώδη της ελευθερίας και της ισότητας, την πρόοδο και τον πολιτισμό, που σχετίζονται με το διαφωτισμό.
Είναι σαφές, ότι οι γυναίκες αυτές, που προέρχονται από τα μεσαία και ανώτερα στρώματα, που γράφουν, που είναι στη μεγάλη πλειοψηφία τους παιδαγωγοί, φιλοδοξούν να παίξουν το ρόλο των «κοινωνικών αναμορφωτριών» και «ηθικών παιδαγωγών». Ο ρόλος της μητρότητας διευρύνεται, σύμφωνα με την ιδεολογία τους: από την οικογένεια εξαπλώνεται στις λαϊκές τάξεις και από εκεί σε ολόκληρο τον εθνικό πληθυσμό. Εθνική εορτή, εθνικόν ένδυμα, εθνόσημα, εθνικές ηρωίδες, εθνικές παραδόσεις, εθνική, ιδέα αποτελούν τα πεδία μέσω των οποίων οι γυναίκες αυτές θα δώσουν το στίγμα τους στην προσπάθεια της διαμόρφωσης μιας γυναικείας συνείδησης με εθνικά χαρακτηριστικά.
Οι γυναίκες του περιοδικού Εφημερίς των Κυριών διεκδικούν επαξίως μια θέση ανάμεσα στους Έλληνες διανοούμενους, που την ίδια εποχή διαμορφώνουν μια εθνική ταυτότητα με επίκεντρο τον ίδιο το λαό. Η λαϊκή γλώσσα, ο λαϊκός πολιτισμός, η εκπαίδευση των «θυγατέρων του λαού», παγιώνουν την εθνική συνείδηση και αποτελούν τις βάσεις ενός νέου ελληνικού εθνισμού.

Η Ζιζή Σαλίμπα είναι ιστορικός



Η ΚΕ΄ Μαρτίου

...Χαιρετίσωμεν τα ιερά αυτά σύμβολα, ημείς ων η καρδία ελησμόνησε πλέον να πάλλη, διά τοιαύτας ευγενείς συγκινήσεις!
Χαιρετίσωμεν την σημαίαν, ην ο Γερμανός Πατρών, ο ανώτατος της Εκκλησίας λειτουργός ύψωσε κατά την ημέραν ταύτην επί της μονής της Αγίας Λαύρας.
Αποσπάσωμεν από της καρδίας και του πνεύματός μας τον σκεπτικισμόν, την ματαιότητα και τον εγωισμόν και από κοινού άνδρες και γυναίκες, γέροντες και παιδία πανηγυρίσωμεν την ιεράν ταύτην επέτειον, των θυσιασθέντων υπέρ της αναγεννήσεως του έθνους, υπέρ της απελευθερώσεως της Πατρίδος.
Αποτρέψωμεν μετ’ αδημονίας το πρόσωπον από την ψυχράν, μηχανικήν, τυπικήν εκείνην ανά την οδόν Ερμού παράταξιν, εκατοντάδων τινών νυσταλέων στρατιωτών. Αφώμεν τους πλείστους των φραγκοφορούντων αντιπροσώπων του έθνους να χασμώνται, καθ’ ην στιγμήν αναγιγνώσκεται η δοξολογία και μνημονεύονται τα ονόματα των ενδόξως υπέρ πίστεως και πατρίδος πεσόντων.
Οι πολλοί των υιών και εγκόνων των ηρώων εκείνων ανήκουσι σήμερον εις τάξιν επίλεκτον εις τάξιν διακεκριμένην. Ολίγοι εξ αυτών καταδέχονται να ενθυμώνται τους πατέρας με το λάσιον στήθος και τας τιλλώδεις νευρώδεις χείρας. Εκείνοι έφερον φουστανέλαν και φέρμελην, ούτοι φέρουσι φράκον ή χρυσάς επωμίδας. Εκείνοι σελάχιον κοκκινισμένον υπό εχθρικού αίματος, ούτοι κομψότεχνα μαστίγια ή εν ταις αποστιλβούσας θήκαις των σπάθας, ας σύρουσιν γαυριώντες επί των λιθοστρώτων της πόλεως πεζοδρομίων. Εκείνοι επροσκύνουν τον Θεόν και ελάτρευον την πατρίδα, ούτοι προσκυνούσι το χρυσίον και λατρεύουσιν εαυτούς. Τι λοιπόν ούτοι –και είναι δυστυχώς οι περισσότεροι- ηδύναντο να διοργανώσουν εις την επέτειον ταύτην εορτήν των πατέρων και της πατρίδος; Τι, οι χιλιάδες δραχμών δαπανώντες διά μίαν χορευτικήν εσπερίδα, ηδύναντο να πράξωσιν, όπως αποδώσωσιν εις την ημέραν ταύτην την αίγλην εθνικής εξεγέρσεως, εθνικού ενθουσιασμού, εθνικής αγάπης και αφοσιώσεως! [...]
Ζητήσωμεν ανά τους τάφους εκείνων το ιερόν βότανον του ενθουσιασμού και της αυταπαρνήσεως, όπερ μόνον επί της ποτισθείσης υπό του ηρωικού αίματός των γης βλασταίνει. Ίσως δι’ αυτού κατισχύσωμεν του ψυχοκτόνου υλισμού, όστις φονεύει το καθήκον και εκνευρίζει την αρετήν, όστις αποτελεί την φιλοσοφίαν λαών υποδούλων, ή εις δουλείαν βαινόντων.
Ίσως δι΄ αυτού ανακτήσωμεν πίστην και ελπίδα, προς επιτέλεσιν του μεγαλοπρεπούς έργου, οίτινος οι μάρτυρες εκείνοι κατήρξαντο, αφού αι μεγάλαι μάχαι δεν μένοσιν ημιτελείς.
«Η ΚΕ’ Μαρτίου», Εφημερίς των Κυριών, 25.3.1890, φ. 158, σ. 1-2

(Πρόκειται για το κύριο άρθρο του περιοδικού και είναι ανυπόγραφο. Στο περιοδικό, όλα τα ανυπόγραφα κύρια άρθρα γράφονται από την εκδότρια Καλλιρρόη Παρρέν)


Η ΚΕ΄ Μαρτίου
Εν τω Δημοτικώ Σχολείω Λαυρείου
Μεταξύ των ολίγων του Έθνους παιδαγωγών των κατανοούντων ποία τα αληθή αυτών προς τους μαθητάς ως Ελληνόπαιδας καθήκοντα, έξοχον βεβαίως θέσιν κατέχουσι πολλαί διδάσκαλοι.
Εις την τάξιν ταύτην τάσσεται λίαν επαξίως η διευθύντρια της εν Λαυρίω δημοτικής των αρρένων σχολής κ. Αριστέα Κυριακού, ήτις ου μόνον ακαμάτως εργάζεται προς μόρφωσιν των 140 μαθητών της, ους μόνη και άνευ βοηθού διδάσκει, αλλά και το εθνικόν αυτών αίσθημα φροντίζει πάντοτε να αναπτύσση, ως εξάγεται εκ της ωραίας και πατριωτικωτάτης τελετής, ην διωργάνωσεν εν τη σχολή της κατά την ΚΕ΄ Μαρτίου. Εξ ιδιαιτέρας ημών εκ Λαρείου ανταποκρίσεως μανθάνομεν ότι η εν λόγω κυρία, συνοδευομένη υπό των μαθητών της, φερόντων επί του στήθους τα Ελληνικά εθνόσημα, άτινα αυτή είχε κατασκευάσει, μετέβη εις τον ναόν κατά την ώραν της θείας ιερουργίας.
Την 2α μ.μ. ώραν συνηθροίσθησαν εν τη σχολή μαθηταί τε και κεκλημένοι, ίνα επισημότερον πανηγυρίσωσι την εθνοσώτειραν ταύτην ημέραν. Ήρξαντο δι’ ασμάτων ηρωϊκών και διαλόγων σχετικών προς την εθνικήν των προγόνων ημών εξέγερσιν απήγγειλαν ωραία ποιήματα, την «Καταστροφήν» των Ψαρών, διαλόγους δε τον «Ανδρέαν Μιαούλην», τον «Γερμανόν» κ.ά.
Μετά το πέρας δε των ασμάτων και ποιημάτων η διδάσκαλος ανέπτυξε δι’ ευφραδούς ομιλίας την «Ιστορίαν της Ελληνικής Επαναστάσεως», αρξαμένη από της ιστορίας και της κτίσεως της Κωνσταντινουπόλεως, της υποταγής αυτής από τους Τούρκους, των μαρτυρικώς υπέρ πίστεως και πατρίδος αυτόθε πεσόντων.
Η ομιλία αύτη, αποκαλύψασα τόσα άγνωστα πράγματα, ου μόνον τοις μικροίς αυτής μαθηταίς, αλλά και πολλοίς εκ των κεκλημέων γονέων, συνεκίνησε τους πάντας αποκομίσαντες εκ της εθνικής εκείνης πανηγύρεως τας ωραιότατας εντυπώσεις και θερμώς επευφημήσαντας την ρήτορα, ης το παράδειγμα ευχόμεθα να μιμηθώσιν εν τω μέλλοντι πάσαι αι απανταχού συνάδελφοί της.

«Η ΚΕ Μαρτίου. Εν τω Δημοτικώ Σχολείω Λαυρείου», Εφημερίς των Κυριών, 8.4.1890, αρ. 160



Ευθύμιου του Βλαχάβα, Κωνσταντίνου του Κανάρη, Στέφανου του Σαράφη και των συν αυτοίς μυρίων εξεγερθέντων αποβραδίς


[Το βράδυ της παραμονής της 25ης Μαρτίου, όταν οι κάτοικοι των Τρικάλων κοιμούνται, οι φυλλωσιές ξυπνούν το πνεύμα του ποταμού. Τότε, οι ανδριάντες του Ευθύμιου Βλαχάβα, του Στέφανου Σαράφη και του Κωνσταντίνου Κανάρη συνεχίζουν μια κουβέντα που άρχισαν βαθιά μες στα σκοτάδια της ιστορίας των Ελλήνων]


ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΜΠΛΑΝΑ


Ήταν εκεί που ξύπνησε ένα δέντρο ξαπλωτό
και φαίνεται πονούσανε τα φύλλα του βαθιά εξιστορημένα
γιατί βογκούσε κι άρπαζε τη νύχτα απ’ τα φουστάνια.
Κι εκείνη έκανε να φύγει• δεν μπορούσε•
και φώναζε: «Έτσι κάνουν τα πουλιά;»
Κι όλοι συμφώνησαν πως -δεν μπορεί- ο κήπος είναι
το μέγα τ’ ον το σκοτεινό.
Πετάχτηκε, λοιπόν, το αδέσποτο ποτάμι
κι έτρεξε, αγκάλιασε το δέντρο
και το ξεκάρφισε με ήσυχες ματιές
και σαν να κόπασε αυτό.
Άρα, ο κήπος ήταν μακελειό.
Και τ’ άλλα όλα, γραφέων παραλογισμοί.
ΤΟ ΔΕΝΤΡΟ: Απ’ τον καιρό που ένοιωσα τα μέσα μου στα αίματα,
σηκώνομαι, πέφτω, σηκώνομαι, πέφτω,
για να γεμίζει ο τόπος λόγια. Τρέχουνε και δαγκώνουν
το ένα το άλλο κι ακούς μονάχα πρώτες και σκοτωμένες συλλαβές.
ΤΟ ΠΟΤΑΜΙ: Και λοιπόν; Μήπως οι χρόνοι
δεν υπάρχουν τρεις στον κόσμο;
Κι οι μέρες δεν περνούν; Και δεν πέφτουμε εμείς
απάνω στ’ άγουρα και τρελαίνουμε τους επερχόμενους
για να φυλλορροήσουν μια ώρα αρχύτερα
ψέματα των ψεμάτων, όλα στον κόσμο ψέματα;
ΤΟ ΔΕΝΤΡΟ: Άσε τα φοβερίσματα
και ξεκουμπίσου από τον κήπο μου.
Θέλω να βοσκήσω τα φλωριά μου,
πριν έλθει ο ψηλός με το δρεπάνι.
ΣΤΕΦΑΝΟΣ: Ευώδησον, δρόλαπα!
ΘΥΜΙΟΣ: Ευωδησμένη η ασυλία του φωτός
και του νερού και του αναμμένου πνεύματος.
ΤΟ ΠΟΤΑΜΙ: Σσσσ! Ακούστε εδώ.
Εκ του Περί της ευδοκιμήσεως τινών επαναστατικών
φύλλων εις την Αλλόνησον το ανάγνωσμα:
Τον καιρό εκείνο, δυο λογιών διάβολοι
εμφυλλοχωρούσαν στους ανθρώπους.
Πρώτης λογής ήταν ο διάβολος
που κάθε θούριος άνθρωπος είχε από μέσα του,
και πάταγε τον νόμο. Στο μεταξύ, όταν γκρεμίζονταν τα λόγια,
μια δύναμη που τ’ άρπαζε τα τίναζε απάνω.
Κι αυτός ήταν ο δεύτερος ο διάβολος.
Κι αφού κυρίευσε πολλές επαρχίες του πνεύματος,
κόπιασε και θεμελίωσε τον ύπνο του κοντά στην κερασιά
όπου ήταν ο λαός άρδην φευγάτος.
Και είδε ένα κεράσι στο κλαδί της λησμονιάς
και άπλωσε τα λόγια να μαζέψει το κεράσι
και περιπλέχτηκαν τα λόγια στα κλαδιά
κι είδε ανάμεσα στα φύλλα
κάτι ν’ αστράφτει κι έβαλε μεγάλος τις φωνές:
«Τρεχάτε, κάτι αστράφτει μες στα φύλλα!»
Κι έπιασαν ο λαός νερά και τα τραγούδια
κι έτρεξαν κι είδαν τ’ αστραπούμενα,
και σκίσανε το δέντρο και άνοιξε η ψυχή του
και φώναξαν όλοι μαζί:
«Τα λόγια σου, καημένε, θυμήθηκαν βουνά!» 
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ: Αυτό ήταν;
ΤΟ ΠΟΤΑΜΙ: Ναι. Και γι’ αυτό σήμερα
θα ‘πρεπε να έχουμε χαρές και πανηγύρια.
ΣΤΕΦΑΝΟΣ: Ένας δαίμονας πλανιέται πάνω από την στέγη
και τα ποντίκια πείνασαν φτερούγες στα σάπια πατερά.
Πού οι χαρές, λοιπόν;
ΘΥΜΙΟΣ: Πάψε. Μη λες ονόματα. Τουλάχιστον εγώ
θαρρώ πως όσοι μίλησαν τον θάνατο ρητά
αξίζουν παραπάνω κι από λόγια.
ΤΟ ΠΟΤΑΜΙ: Δίκιο έχει! Δεν γίνεται να είναι ο δρόλαπας
δοσμένος όλος στα κλειστά
κι εσύ να λες πως δεν καταλαβαίνεις.
ΣΤΕΦΑΝΟΣ: Καλά, λοιπόν.
Ας υποθέσουμε πως γίνεται ν’ ακούσουμε
τι γιορτάζει σήμερα ο λαός...
ΤΟ ΠΟΤΑΜΙ: Με υποθέσεις δεν ανάβει το καντήλι της κυράς
ούτε γεμίζει το τεφτέρι των παιδιών με ζωγραφιές.
ΣΤΕΦΑΝΟΣ: Τι θες να κάνω πια; Να κλάψω
μες στη σκουριά της νύχτας; Μάθε πως ήταν ο Δαντών
αυτός που πρώτος πήρε τα βουνά.
ΘΥΜΙΟΣ: Και τα μελάνια είπαν ψέματα εξαρχής.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ: Σωστά, όλα τα σύννεφα φοράνε παντελόνια•
εκτός απ’ τα γραμμένα.
ΤΟ ΠΟΤΑΜΙ: Όμως αυτό δεν είναι πια γραφή,
είναι δημοσιογραφία.
ΚΩΣΤΑΝΤΙΝΟΣ: Ωστόσο, η φλόγα
παραμένει το πρώτο των πτηνών
και λάμπει το αλάτι όταν παίρνει στα χέρια του ο ήλιος
εκείνο το αγγελικό πρόπλασμα της πυρωμένης συνείδησης...
ΣΤΕΦΑΝΟΣ: Η συνείδηση! Μα βέβαια αυτό είναι κάτι εύφλεκτο.
ΘΥΜΙΟΣ: Αλλά ο ντουνιάς εχθρεύεται τι καίει στο κεφάλι καθενός μας.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ: Όχι, βέβαια, καθενός μας!
Μερικοί καίγονται ελεύθεροι.
ΘΥΜΙΟΣ: Σωστά. Τι γιορτάζουμε σήμερα είπαμε;
ΤΟ ΠΟΤΑΜΙ: Το χρόνιο τέλος της μνήμης.
ΣΤΕΦΑΝΟΣ: Τον ερχομό της λήθης;
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ: Όχι απαραίτητα.
ΘΥΜΙΟΣ: Λίγο δεν είναι!
ΤΟ ΠΟΤΑΜΙ: Ούτε ασήμαντο!
ΟΙ ΦΥΛΛΩΣΙΕΣ: Αμήν

Δεν υπάρχουν σχόλια: